-
1 μισοβασιλευς
-
2 μισοβασιλεύς
μισοβασιλεύςking-hater: masc nom sg -
3 μισοβασιλεύς
A king-hater, Plu.2.147a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισοβασιλεύς
-
4 μῑσοβασιλεύς
μῑσο-βασιλεύς, ὁ, Königshasser, Königsfeind
См. также в других словарях:
μισοβασιλεύς — μισοβασιλεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που μισεί τον βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + βασιλεύς] … Dictionary of Greek
μισοβασιλεύς — king hater masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek