-
1 μισθωταίς
-
2 μισθωταῖς
См. также в других словарях:
μισθωταῖς — μισθωτής one who pays rent masc dat pl μισθωτός hired fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μισθωταίς
2 μισθωταῖς
μισθωταῖς — μισθωτής one who pays rent masc dat pl μισθωτός hired fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)