-
1 μισθοφορος
I2получающий плату, служащий за жалованье, наемный(ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς ἀνήρ Plat.; τριήρεις Arph.)
IIὅ наемный солдат, наемник Thuc. etc. -
2 μισθοφόρος
ο наёмный солдат, наёмник
См. также в других словарях:
μισθοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… … Dictionary of Greek
μισθοφόρος — ο ο στρατιώτης που υπηρετεί με μισθό σε στρατό συνήθως ξένης χώρας: Πολλοί μισθοφόροι συμμετείχαν στον πόλεμο του Ιράκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθοφόροις — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat pl μισθοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρον — μισθοφόρος masc/fem acc sg μισθοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρου — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen sg μισθοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρους — μισθόφορος serving for hire masc/fem acc pl μισθοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρων — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen pl μισθοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρῳ — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat sg μισθοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρα — μισθοφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρε — μισθοφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)