-
1 mercenaire
μισθοφόρος -
2 námezdní
μισθοφόρος -
3 žoldák
μισθοφόρος -
4 žoldnéř
μισθοφόρος -
5 najemnik
μισθοφόρος -
6 najemny
μισθοφόρος -
7 płatny
μισθοφόρος -
8 наёмник
-
9 наемник
наемникм ὁ μισθοφόρος. -
10 наемный
наемн||ыйприл1. τοῦ ἐνοικίου/ πού νοικιάζεται (отдающийся в наем)/ ©νοικιασμένος (нанятый)·2. (оплачиваемый) μισθωτός, Εμμισθος / ὁ μισθοφόρος (о солдатах, войсках):\наемный рабочий ὁ μισθωτός ἐργάτης· \наемный труд ἡ μισθωτή ἐργασία· \наемныйые войска τό μισθοφορικά στρατεύματα·3. перен (продажный) πουλημένος, πληρωμένος, ἐξαγορασμένος:\наемный убийца ὁ πληρωμένος δολοφόνος. -
11 наймит
наймитм ὁ μισθωτός, ὁ μισθοφόρος. -
12 mercenary
-
13 наёмник
[ναιόμνικ] ουσ. α μισθοφόρος -
14 наёмник
[ναιόμνικ] ουσ α μισθοφόρος -
15 ландскнехт
-а α. παλ.μισθοφόρος στρατιώτης. || πουλημένος μαχητής. -
16 наёмник
κ. (απλ.) наемник, -а α. -ца, -ы θ.1. μισθωτός εργάτης, μισθωτή εργάτρια.2. μισθοφόρος.3. μτφ. πουλημένος, ξαγορασμένος. -
17 наймит
-а α.1. (διαλκ.) εργάτης μισθωτός.2. μισθοφόρος•-ы поджигателей войны οι μισθοφόροι των εμπρηστών του πολέμου.
-
18 Creature
subs.Living thing: P. and V. ζῷον, τό.Used contemptuously or pityingly: P. and V. φυτόν, τό (Plat.).O shameless creature! V. ὦ θρέμμʼ ἀναιδές.O base creature! P. ὦ κακὴ κεφαλή.Creatures of clay: Ar. πλάσματα πηλοῦ (Ar. 686).Good heavens! where do these creatures come from? Ar. ὦ Ἡρακλεῖς, ταυτὶ ποδαπὰ τὰ θηρία; (Nud. 184).Tool, hireling: Ar. and P. μισθωτός, ὁ, μισθοφόρος, ὁ.Slave: P. and V. δοῦλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Creature
-
19 Hireling
subs.Use adj., Ar. and P. μισθωτός, μισθοφόρος.Hired soldier: see Mercenary.Be a hireling, v.: P. and V. μισθαρνεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hireling
-
20 Mercenary
adj.Hired for wages: Ar. and P. μισθωτός.Venal: Ar. and P. δωροδόκος.——————subs.Hireling: use adj., Ar. and P. μισθωτός, μισθοφόρος.Mercenary troops: P. ξένοι, οἱ, μισθοφόροι, οἱ, ἐπίκουροι, οἱ.Maintain mercenaries, v.:P. ξενοτροφεῖν (absol.).Raise mercenaries: P. ξενολογεῖν (absol.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mercenary
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισθοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… … Dictionary of Greek
μισθοφόρος — ο ο στρατιώτης που υπηρετεί με μισθό σε στρατό συνήθως ξένης χώρας: Πολλοί μισθοφόροι συμμετείχαν στον πόλεμο του Ιράκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθοφόροις — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat pl μισθοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρον — μισθοφόρος masc/fem acc sg μισθοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρου — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen sg μισθοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρους — μισθόφορος serving for hire masc/fem acc pl μισθοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρων — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen pl μισθοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρῳ — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat sg μισθοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρα — μισθοφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθοφόρε — μισθοφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)