Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μισθοφόρος

См. также в других словарях:

  • μισθοφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφόρος — ο ο στρατιώτης που υπηρετεί με μισθό σε στρατό συνήθως ξένης χώρας: Πολλοί μισθοφόροι συμμετείχαν στον πόλεμο του Ιράκ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθοφόροις — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat pl μισθοφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρον — μισθοφόρος masc/fem acc sg μισθοφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρου — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen sg μισθοφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρους — μισθόφορος serving for hire masc/fem acc pl μισθοφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρων — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut gen pl μισθοφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρῳ — μισθόφορος serving for hire masc/fem/neut dat sg μισθοφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρα — μισθοφόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθοφόρε — μισθοφόρος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»