-
1 μῑσέρως
-
2 μῑσην-έρως
μῑσην-έρως, f. l. für μισέρως.
См. также в других словарях:
μίσερως — μίσερως, ὁ (Α) αυτός που αισθάνεται μίσος, αποστροφή για τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. φίλ ερως] … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek