Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μιργάβωρ

См. также в других словарях:

  • μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… …   Dictionary of Greek

  • μίρμα — ή μίργμα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τοῡ κακοπινοῡς καὶ ῥυπαροῡ καὶ πονηροῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μιργάβωρ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»