-
1 μιργάβωρ
Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Against the explanation from μίσγω ( μιργάβωρ = Ion. *μισγ-ήως, e.g. Brugmann-Thumb 150), where the gloss on μιργῶσαι, if it belongs here, cannot be correct, objects Kalén Quaest. gramm. gr. 62 ff. (with extensive treatment and lit.), pleading connection with Lith. mirgė́ti `flicker' (thus also Schwyzer 442 n. 5 against 218), Germ., e.g. OWNo. myrkr, acc. myrkvan `dark', PGm. * merku-, *merku̯ii̯a-, and also with ἀμέρδω (the connection with Baltic is improbable). No certain interpretation, but see DELG.Page in Frisk: 2,243Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μιργάβωρ
-
2 μιργάβωρ
A = λυκόφως, Hsch. (- ᾱβωρ = ἠώς; μιργ- perh. cogn. with Lith. mirgēti 'glimmer', OE. mirce 'murky'.) [full] μιργῶσαι· πηλῶσαι, Id. (Cf. foreg.) [full] μίρεα· λάχανα, Id. [full] μίρκα· εὐανθής, ποικίλη ἄνθεσι, Id. [full] μίρμα· ἐπὶ τοῦ κακοπινοῦς καὶ ῥυπαροῦ καὶ πονηροῦ, Id. [full] μίρον· ὅταν ἀπονυστάζῃ τις, λέγουσι Ταραντῖνοι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιργάβωρ
См. также в других словарях:
μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… … Dictionary of Greek
μίρμα — ή μίργμα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τοῡ κακοπινοῡς καὶ ῥυπαροῡ καὶ πονηροῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μιργάβωρ*] … Dictionary of Greek