-
1 μιξ-αίθριον
μιξ-αίθριον, τό, = Vorigem, Theophr.
-
2 μιξαιθρία
μιξ-αιθρία, ἡ, u. μιξ-αίθριον, τό, gemischte Heitre, heiteres Wetter mit trübem gemischt
См. также в других словарях:
μιξαίθρια — μιξαίθρια, τὰ και μιξαίθριαι, αἱ (Α) εναλλαγή καλού και κακού καιρού («ὕδατα πολλά, λάβρα, μεγάλα, χιόνες μιξαίθρια τὰ πλεῑστα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + αἴθριον] … Dictionary of Greek