-
1 μιμαίκυλον
μῐμαίκῠλον, τό,A fruit of κόμαρος, Crates Com.40, Amphis 38, Theopomp.Com.67, Thphr.CP2.8.2, Scyl.108, Porph.Abst.2.7; but [full] μεμαίκυλον, Thphr.HP3.16.4, Poll.7.144, Gal.6.621:—also [full] μεμαίκυλος, ἡ, ibid.; [full] μιμάκυλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμαίκυλον
-
2 μιμαίκυλον
μιμαίκυλον ( μεμ-)Grammatical information: n.Meaning: `fruit of the κόμαρος' (com., Thphr.), cf. Dawkins JournofHellStud. 56, 1.Other forms: Also μεμαίκυλος Gal., μιμάκυλος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Foreign word; cf. ἄκυλος with comparable meaning. No doubt Pre-Greek.Page in Frisk: 2,238Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μιμαίκυλον
См. также в других словарях:
μιμαίκυλο — το (Α μιμαίκυλον και μεμαίκυλον, τὸ και μεμαίκυλος και μιμάκυλος, ἡ) νεοελλ. βοτ. σύνθετος καρπός, στον οποίο οι καρποί που προέρχονται από περισσότερα τού ενός άνθη συγκρατούνται με σαρκώδη παράνθια φύλλα αρχ. ο καρπός τής κουμαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek