-
1 μιλτο-πάρῃος
μιλτο-πάρῃος, rothwangig, bei Hom. Beiwort der Schiffe, an denen die Seitentheile der πρώρα und πρύμνα roth angestrichen waren, Il. 2, 637 Od. 9, 125, wie Apoll. L. H. bemerkt, nur von den Schiffen des Odysseus gesagt; nachgeahmt von Spätern, wie Opp. Cyn. 3, 509; Luc. Charid. 25.
-
2 μιλτοπάρῃος
μιλτο-πάρῃος, rotwangig. Beiwort der Schiffe, an denen die Seitenteile der πρώρα und πρύμνα rot angestrichen waren
См. также в других словарях:
καλλιπάρηος — καλλιπάρηος, ον (Α) καλλιπάρειος* (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρηος (< αμάρτυρο *παρηή, παλαιό ιων. τ. τού παρειά), πρβλ. μιλτο πάρηος] … Dictionary of Greek
μιλτοπάρηος — μιλτοπάρηος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα 2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές τής πρύμνης και τής πρώρας με μίλτο («τῷ δ ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που έχει το… … Dictionary of Greek