Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μικτὰ

См. также в других словарях:

  • μικτά — μικτός mixed neut nom/voc/acc pl μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc/acc dual μικτά̱ , μικτός mixed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικτάς — μικτά̱ς , μικτός mixed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЛУТАРХ —    • Plutarchus,          Πλούταρχος,        1. тиран в Эретрии на Эвбее во время Фокиона и Демосфена, просил у афинян помощи против Клейтарха. Фокион повел войско в Эвбею, восстановил его власть, но изгнал его вскоре после того, т. к. он… …   Реальный словарь классических древностей

  • Neugriechische Sprache u. Literatur — Neugriechische Sprache u. Literatur. Die N. Sprache ist das Altgriechische, vermischt mit italienischen, slawischen u. türkischen Wörtern u. in den Formen ziemlich verderbt. Sie ist die Umgangssprache der jetzigen Griechen, während die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Plutarchos — Plutarchos, 1) Tyrann von Eretriä auf Euböa, welchen Phokion mit einem athenischen Heere gegen Klitarchos unterstützte u. wieder einsetzte, aber dann selbst wieder vertrieb, als er den Athenern untreu geworden war. 2) P., aus Chäronea in Böotien …   Pierer's Universal-Lexikon

  • MINERVA — I. MINERVA sapientiae, et bonarum omnium artium dea, ex Iovis cerebro sine matre procreata: Quô commentô significare voluerunt Poetae, bonarum artium disciplinas, humani ingenii non esse inventum, sed ex Iovis cerebro, h. e. inexhausto divinae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μικτός — και μεικτός, ή, ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, ή, όν) [μίγνυμι] αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος νεοελλ. φρ. α) «μικτή γλώσσα» γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μπεν-μιξτ — τα άκλ. εγκαταστάσεις και χώρος για θαλάσσια λουτρά όπου κολυμπούν άντρες και γυναίκες μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bains mixtes «μικτά θαλάσσια λουτρά»] …   Dictionary of Greek

  • νέτος — η, ο θηλ. και α (Μ νέτος) 1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια 2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια 3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος,… …   Dictionary of Greek

  • οζίτης — ο (βιοχ.) συν. στον πληθ. οι οζίτες μικτά ακεταλικά παράγωγα σακχάρων που προκύπτουν από την αντικατάσταση τού ατόμου υδρογόνου τού ημιακεταλικού υδροξυλίου με μία οργανική ρίζα, αλλ. γλυκοζίτες, οζίδες, οζίδια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»