-
1 μικρ-αῡλαξ
μικρ-αῡλαξ ακος, kleinfurchig, χῶρος, d. i. ein kleiner Acker, Philp. 19 (VI, 36).
-
2 μικραῦλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικραῦλαξ
-
3 μικραῡλαξ
μικρ-αῡλαξ ακος, kleinfurchig, χῶρος, d. i. ein kleiner Acker -
4 μικραυλαξ
См. также в других словарях:
μικραύλαξ — μικραῡλαξ, ὁ και ἡ (Α) (για αγρό) αυτός που έχει μικρά αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + αὖλαξ, ακος] … Dictionary of Greek