Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μικρο-φῠής

См. также в других словарях:

  • νανοφυής — ές (Α νανοφυής, ές) αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιφυής — ές, ΝΜ (για φυτό) αυτός που φύεται κοντά στο έδαφος, που αναπτύσσεται σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φυής (< φύω, ομαι μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. ἰδιο φυής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»