-
1 μικρο-φυής
μικρο-φυής, ές, von kleinem Wuchs, kleiner Statur, Sp. – Adv. μικροφυῶς, Eust.
-
2 μικροφυής
μικρο-φῠής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροφυής
-
3 μικροφυής
μικρο-φυής, ές, von kleinem Wuchs, kleiner Statur
См. также в других словарях:
νανοφυής — ές (Α νανοφυής, ές) αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
χαμαιφυής — ές, ΝΜ (για φυτό) αυτός που φύεται κοντά στο έδαφος, που αναπτύσσεται σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + φυής (< φύω, ομαι μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. ἰδιο φυής] … Dictionary of Greek