Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μικρο-πρόσωπος

См. также в других словарях:

  • σοβαροπρόσωπος — ον, M αυτός που έχει σοβαρό, αυστηρό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλοπρόσωπος — η, ο / στρογγυλοπρόσωπος, ον, ΝΑ αυτός που έχει στρογγυλό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • στυγνοπρόσωπος — ον, Α κατηφής και μελαγχολικός στην όψη, σκυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγνός + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • τρυφεροπρόσωπος — ον, Μ αυτός που έχει τρυφερό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • φαιδροπρόσωπος — ον, Μ αυτός που έχει φαιδρό, χαρωπό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • χαροποπρόσωπος — ον, Μ αυτός που έχει χαρωπό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροπός + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μικρο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»