-
1 μικρο-πρέπεια
μικρο-πρέπεια, ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής, Ggstz der μεγαλοπρέπεια u. ἐλευϑεριότης; Arist. Eth. 4, 2. 2, 7 u. öfter; Plut.
-
2 μικροπρέπεια
μικρο-πρέπεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροπρέπεια
-
3 μικροπρέπεια
μικρο-πρέπεια, ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής -
4 μικροπρεπεια
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский