Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μικρο-λογία

  • 1 μικρο-λογία

    μικρο-λογία, , das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei, Plat. Rep. VI, 486 a; Verkleinerungssucht, Isocr. 15, 2; den λῆροι u. ὕϑλοι entsprechend, Luc. Vit. auct. 17; καὶ γλισχρότης, Plut. Them. 5; Ggstz von ὕβρις, Knauserei, Luc. Nigr. 22 D. Mort. 10, 8; Sparsamkeit, merced. cond. 20 Iup. trag. 15; oft bei Plut. im Ggstz von μεγαλοψυχία, Cat. min. 5; διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους μικρολογίαν, Heraclid. bei Ath. XII, 526 a, Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz, Pol. 32, 13, 16; Luc. Iov. Trag. 15.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > μικρο-λογία

  • 2 μικρολογία

    A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16.
    II pettiness, Pl.R. 486a, Arist.Metaph. 995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25.
    2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρολογία

  • 3 μικρολογία

    μικρο-λογία, , das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei; Verkleinerungssucht; Ggstz von ὕβρις, Knauserei; Sparsamkeit; Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > μικρολογία

  • 4 μεγάλος

    η, ο 1.
    1) большой, крупный;

    μεγάλη επιχείρηση — крупное предприятие;

    οι μπότες μού είναι μεγάλες — сапоги мне велики;

    μεγάλο πράμα — большое дело;

    2) великий; крупный, выдающийся;

    μεγάλος φιλόσοφος — крупный философ;

    οι μεγάλες δυνάμεις — великие державы;

    μεγάλοι άνδρες — великие люди;

    αυτός έγινε μεγάλος — он стал большим человеком;

    η μεγάλη εποχή τρύ Περικλή — великая эпоха Перикла;

    3) большой, важный, значительный;

    μεγάλο γεγονός — важное событие;

    μεγάλες δυσκολίες — серьёзные трудности;

    μεγάλες επιτυχίες — крупные успехи;

    μεγάλη προσωπικότητα — важная личность, персона, высокопоставленное лицо;

    προς μεγάλη (μου) έκπληξη (λύπη) — к великому (моему) удивлению (огорчению);

    4) старший; взрослый;

    μεγάλη κόρη — старшая дочь;

    μεγάλες τάξεις — старшие классы;

    τώρα είσαι μεγάλος — теперь ты взрослый;

    5) пожилой, немолодой;

    μεγάλης ηλικίας — пожилой;

    μην τον βλέπεις πού είναι καλοστεκάμενος, είναι μεγάλ — он не так уж молод, как выглядит;

    6) высокий, высокого роста;
    7) большой, многочисленный;

    μεγάλη φαμίλια — большая семья;

    § μεγάλα λόγια — а) громкие слова; — б) пустые обещания;

    μεγάλος φίλος — большой друг;

    μεγάλο πρόσωπο — шутл, (важная) персона, вельможа;

    μικροί και μεγάλοι — от мала до велика;

    με τούς μικρούς μικρός, με τούς μεγάλους μεγάλος — у него ко всем подход есть, он со всеми умеет держать себя;

    τον έφαγε η μεγάλη ιδέα ирон. — он стал жертвой «великой идеи», мании величия;

    τό μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό — погов, большая рыба пожирает маленькую;

    μεγάλр καράβι μεγάλη φουρτούνα — погов, большому кораблю большое плавание;

    μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πείς — посл, ешь пирог с грибами, да держи язык за зубами;

    2. (οί) вершители судеб; сильные мира сего

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεγάλος

  • 5 немногий

    επ.
    1. (μόνο στον πλθ.) μικρό μέρος μερικοί λίγοι•

    в -их словах με λίγα λόγια•

    -ие вернулись μερικοί γύρισαν.

    2. σε συνδυασμό με
    επ. συγκρ. β. σημαίνει λίγο, ασήμαντα.
    εκφρ.
    за -им дело стало – η καθυστέρηση έγινε από μικροπράγμα.

    Большой русско-греческий словарь > немногий

  • 6 песня

    -и, γεν. πλθ. -сен, δοτ. -сням θ.
    1. τραγούδι, άσμα•

    народные песни λαϊκά τραγούδια•

    застолная песня το τραγούδι της τάβλας ή βακχικό τραγούδι.

    2. μικρό ποίημα, τραγούδι. || παλ. ποίηση, ποιητική δημιουργία (ή έργο).
    3. μουσικό ενόργανο άσμα•

    без слов τραγούδι χωρίς λόγια.

    εκφρ.
    старая (стара) песня – παλαιό τραγούδι ή παραμύθι (πασίγνωστο, πάγκοινο)•
    тянуть (петь) одну и ту же -ю – επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τά ίδια•
    песня спетаβλ. στη λ. песенка.

    Большой русско-греческий словарь > песня

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»