-
1 μικρούλικος
μικρούτσικος, η, ο малюсенький, крошечный -
2 маленький
-
3 малюсенький
επ.μικρούτσικος, μικρούλικος, μικρούλης.
См. также в других словарях:
μικρούλικος — η, ο (υποκορ. τού μικρούλης, πάρα πολύ μικρός … Dictionary of Greek
μικρούλικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλης: Τα καναρίνια γεννούν μικρούλικα αβγά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρούτσικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλικος: Έχει μικρούτσικα μάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)