Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μικροφυίᾳ

См. также в других словарях:

  • μικροφυίᾳ — μικροφυίᾱͅ , μικροφυία low stature fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυΐα — μικροφυΐα, ἡ (Α) [μικροφυής] 1. λεπτή σωματική διάπλαση, μικρό ανάστημα 2. ασημαντότητα …   Dictionary of Greek

  • μικροφυίας — μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem acc pl μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυής — ές (ΑΜ μικροφυής, ές) 1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, λεπτοφυής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροφυές η μικροφυΐα*. επίρρ... μικροφυώς (ΑΜ) με μικροφυή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»