-
1 μικροφυία
-
2 μικροφυίᾳ
-
3 μικροφυΐα
μικρο-φῠΐα, ἡ,A low stature, low growth, Str.17.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροφυΐα
-
4 μικροφυΐα
μικρο-φυΐα, ἡ, kleiner Wuchs, kleine Statur -
5 μικροφυίας
μικροφυίᾱς, μικροφυίαlow stature: fem acc plμικροφυίᾱς, μικροφυίαlow stature: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
μικροφυίᾳ — μικροφυίᾱͅ , μικροφυία low stature fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφυΐα — μικροφυΐα, ἡ (Α) [μικροφυής] 1. λεπτή σωματική διάπλαση, μικρό ανάστημα 2. ασημαντότητα … Dictionary of Greek
μικροφυίας — μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem acc pl μικροφυίᾱς , μικροφυία low stature fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφυής — ές (ΑΜ μικροφυής, ές) 1. μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, λεπτοφυής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροφυές η μικροφυΐα*. επίρρ... μικροφυώς (ΑΜ) με μικροφυή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek