Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μικροπολίτης

См. также в других словарях:

  • μικροπολίτης — μικροπολίτης, ὁ, θηλ. μικροπολῑτις (Α) πολίτης, κάτοικος μικρής πόλης αρχ. το θηλ. ως επίθ. (για εκκλησία τού δήμου) αυτή που βρίσκεται σε μικρή, ασήμαντη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πολίτης (< πόλις)] …   Dictionary of Greek

  • μικροπολίτης — μῑ̱κροπολίτης , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολίτας — μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc acc pl μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολίτις — μικροπολῑτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μικροπολίτης …   Dictionary of Greek

  • μικροπολιτῶν — μῑ̱κροπολιτῶν , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολίταις — μῑ̱κροπολίταις , μικροπολίτης citizen of a petty state masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολίτου — μῑ̱κροπολίτου , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»