-
1 μικροπολιτης
-
2 μικροπολίτης
μῑ̱κροπολίτης, μικροπολίτηςcitizen of a petty state: masc nom sg -
3 μικροπολίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικροπολίτης
-
4 μικροπολίτης
μικρο-πολίτης, ὁ, Bewohner einer kleinen Stadt, Kleinstädter -
5 μικροπολίτας
μῑ̱κροπολίτᾱς, μικροπολίτηςcitizen of a petty state: masc acc plμῑ̱κροπολίτᾱς, μικροπολίτηςcitizen of a petty state: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 μικροπολιτών
-
7 μικροπολιτῶν
-
8 μικροπολίταις
μῑ̱κροπολίταις, μικροπολίτηςcitizen of a petty state: masc dat pl -
9 μικροπολίτου
μῑ̱κροπολίτου, μικροπολίτηςcitizen of a petty state: masc gen sg
См. также в других словарях:
μικροπολίτης — μικροπολίτης, ὁ, θηλ. μικροπολῑτις (Α) πολίτης, κάτοικος μικρής πόλης αρχ. το θηλ. ως επίθ. (για εκκλησία τού δήμου) αυτή που βρίσκεται σε μικρή, ασήμαντη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πολίτης (< πόλις)] … Dictionary of Greek
μικροπολίτης — μῑ̱κροπολίτης , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… … Dictionary of Greek
μικροπολίτας — μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc acc pl μῑ̱κροπολίτᾱς , μικροπολίτης citizen of a petty state masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροπολίτις — μικροπολῑτις, ιδος, ἡ (ΑΜ) βλ. μικροπολίτης … Dictionary of Greek
μικροπολιτῶν — μῑ̱κροπολιτῶν , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπολίταις — μῑ̱κροπολίταις , μικροπολίτης citizen of a petty state masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροπολίτου — μῑ̱κροπολίτου , μικροπολίτης citizen of a petty state masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)