Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μικρογλάφυρος

См. также в других словарях:

  • μικρογλάφυρος — μικρογλάφυρος, ον (Α) μικρός και στρογγυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γλαφυρός «κοίλος»] …   Dictionary of Greek

  • μικρογλάφυρος — refined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»