-
1 μικρογλαφυρος
См. также в других словарях:
μικρογλάφυρος — μικρογλάφυρος, ον (Α) μικρός και στρογγυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γλαφυρός «κοίλος»] … Dictionary of Greek
μικρογλάφυρος — refined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek