Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μικροαστικός

См. также в других словарях:

  • μικροαστικός — η, ό [μικροαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία») 2. φρ. «μικροαστική τάξη» κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • μικροαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μικροαστούς: Αυτές είναι μικροαστικές συνήθειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροαστισμός — ο μικροαστικός χαρακτήρας στάσης, εκδήλωσης, πράξης ή φαινομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροαστός + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»