-
1 μικροαστικός
[микроастикос]εκ. мелкобуржуазный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μικροαστικός
-
2 мелкобуржуазный
-
3 мещанский
мещан||скийприл прян., перен μικροαστικός:\мещанский быт μικροαστικός τρόπος ζωής. -
4 мелкобуржуазный
мелкобуржуазныйприл μικροαστικός. -
5 обывательский
обыватель||скийприл μικροαστικός. -
6 филистерский
филистер||скийприл φιλισταϊκός, μικροαστικός. -
7 мещанский
[μιστσάνσκιΐ] εκ. μικροαστικός -
8 обывательский
[αμπυβάτιλ'σκιΤ] εκ. μικροαστικός -
9 мещанский
[μιστσάνσκιϊ] επ μικροαστικός -
10 обывательский
[αμπυβάτιλ'σκιΤ] επ μικροαστικός -
11 мелкобуржуазный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноμικροαστικός•-ые слой μικροαστικά στρώματα•
-ая теория μικροαστική θεωρία.
-
12 мещанский
επ.1. μικροαστικός•-ое сословие μικροαστικό στρώμα.
2. μτφ. μικροσυμφεροντολογικός περιορισμένου πνευματικού ορίζοντα. -
13 обывательский
επ.1. του μόνιμου κάτοικου.2. μικροαστικός, μικροσυμφεροντολογικός. -
14 филистерский
επ.μικροαστικός, περιορισμένων γνώσεων, φιλισταίκός.
См. также в других словарях:
μικροαστικός — η, ό [μικροαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία») 2. φρ. «μικροαστική τάξη» κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων,… … Dictionary of Greek
μικροαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μικροαστούς: Αυτές είναι μικροαστικές συνήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροαστισμός — ο μικροαστικός χαρακτήρας στάσης, εκδήλωσης, πράξης ή φαινομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροαστός + ισμός*] … Dictionary of Greek
Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… … Dictionary of Greek