-
1 μικραδικητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικραδικητής
-
2 μικραδικηταί
μῑκραδικηταί, μικραδικητήςdoing petty wrongs: masc nom /voc pl -
3 μεγαλάδικος
μεγᾰλ-άδῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλάδικος
См. также в других словарях:
μικραδικητής — μικραδικητής, ὁ (Α) αυτός που διαπράττει μικρά, ασήμαντα αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀδικητής] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικραδικηταί — μῑκραδικηταί , μικραδικητής doing petty wrongs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)