-
1 μιγάς
μιγάς, άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐϑνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισϑοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.
-
2 μιγάς
См. также в других словарях:
μιγάς — mixed pell mell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… … Dictionary of Greek
μιγάδα — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδας — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδες — μιγάς mixed pell mell masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδεσσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδος — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδων — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάσι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)