-
1 μιασμος
ὁ осквернение Plut., NT. -
2 μιασμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μιασμός
-
3 μιασμός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μιασμός
-
4 μιασμός
осквернение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μιασμός
-
5 3394
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3394
См. также в других словарях:
μιασμός — ὁ (Α) [μιαίνω] 1. μίανση 2. μτφ. σκάνδαλο, έγκλημα … Dictionary of Greek
μιασμός — scandal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμοῖς — μιασμός scandal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμοί — μιασμός scandal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμοῦ — μιασμός scandal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμούς — μιασμός scandal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμῶν — μιασμός scandal masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμῷ — μιασμός scandal masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιασμόν — μιασμός scandal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… … Dictionary of Greek
ՊՂԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0654 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. Պիղծ գոլն. գարշութիւն, անմաքրութիւն. դիջութիւն. պղծելն. եւ պղծիլն՝ ըստ ամենայն նշ. որպէս βεβήλωσις profanatio βδέλυγμα abominatio. (եբր. խալլէլ, թէօպա ). μίασμα, μιασμός pollutio,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)