-
1 μηχανοποιώ
-
2 μηχανοποιῷ
См. также в других словарях:
μηχανοποιώ — μηχανοποιῶ, έω (Α) [μηχανοποιώ] κατασκευάζω ή χρησιμοποιώ μηχανές … Dictionary of Greek
μηχανοποιῷ — μηχανοποιός maker of engines masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
μηχανοποίημα — μηχανοποίημα, τὸ (Α) [μηχανοποιώ] μηχανικό κατασκεύασμα, μηχανή … Dictionary of Greek
μηχανοποίηση — η [μηχανοποιώ] (οικον.) 1. χρησιμοποίηση μηχανών για την υποβοήθηση ή την υποκατάσταση τής ανθρώπινης εργασίας 2. χρησιμοποίηση τών βιομηχανικών μέσων σε ευρεία κλίμακα 3. βιομηχανική μέθοδος κατά την οποία κάθε εργάτης εκτελεί, σαν να είναι… … Dictionary of Greek
μηχανοποίητος — η, ο αυτός που είναι κατασκευασμένος με μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιώ (πρβλ. χειροποίητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μηχανοποιητική — μηχανοποιητική, ἡ (Α) η τέχνη τού μηχανοποιού, μηχανοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. μηχανοποιητικός (< μηχανοποιῶ)] … Dictionary of Greek
μηχανοτευχώ — μηχανοτευχῶ, έω (Μ) μηχανοποιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + τευχῶ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηχανοτευχής] … Dictionary of Greek