-
1 машинист
-
2 машинист
1. (рабочий, управляющий машиной) о χειριστής μηχανήματος 2. ж.-д. о μηχανοδηγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > машинист
-
3 машинист
машинистм ὁ μηχανικός / ὁ μηχανοδηγός (на паровозе):\машинист сцены ὁ μηχανικός σκηνής. -
4 заделать
ρ.σ.μ. κλείνω, βουλώνω, στουπώνω, επιστομώνω•заделать щели βουλώνω τις χαραμάδες•
заделать дыру βουλώνω την τρύπα.
|| φράζω, κλείνω•заделать дверь каменной кладкой κλείνω την πόρτα με πέτρινο τοίχο.
|| συσκευάζω•-ящик συσκευάζω κιβώτιο.
εκφρ.заделать семена – σπέρνω, σκεπάζω τους σπόρους.(διαλκ.) γίνομαι, καθίσταμαι•заделать машинистом γίνομαι μηχανοδηγός.
-
5 машинист
-а α.-ка, -и θ.ο, η μηχανικός. || μηχανοδηγός. -
6 подменный
επ.αντικαταστάτης•подменный машинист αντικαταστάτης μηχανοδηγός.
См. также в других словарях:
μηχανοδηγός — ο ειδικευμένος χειριστής μηχανών και, ιδίως τών αμαξών έλξης τών σιδηροδρόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + οδηγός (πρβλ. εργ οδηγός). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μηχανοδηγός — ο άτομο που χειρίζεται μηχανή πλοίου ή τρένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek