-
1 μηχανικό(ν)
το воен, инженерные части, инженерные войска -
2 μηχανικό(ν)
το воен, инженерные части, инженерные войска -
3 μηχανικό
istihkam sınıfı (ordu) -
4 самоблокировка
(реле) (механическая{}немеханическая{}) το (μηχανικό/μη μηχανικό) αυτόματο μπλοκάρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > самоблокировка
-
5 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
6 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
7 акселерометр
το επιταχυνσίμετροο μετρητής της επιτάχυνσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акселерометр
-
8 золоуловитель
το σύστημα κατακράτησης της τέφραςη παγίδα της τέφραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > золоуловитель
-
9 карандаш
το μολύβιцветной - έγχρωμο -, η ξυλομπογιάчертёжный - του σχεδίου/σχεδιάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карандаш
-
10 клёпка
(способ соединения деталей) το πριτσίνωμα, το κάρφωμα гидравлическая - υδραυλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клёпка
-
11 лопата
1. (ручной инструмент) η σκαπάνη, το πτύον, разг. το φτυάριшахтёрская - του ορυχείου/ανθρακωρύχου2. (рабо-чее оборудование экскаватора) το πτύονпаровая - ж.-д. ατμοκίνητο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лопата
-
12 магнитометр
το μαγνητόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магнитометр
-
13 манометр
το μανόμετρο, το θλιβόμετρο. - абсолютного давления - απόλυτης πίεσηςвакуумный - см. вакуумметрводяной - μέτρησης ύδα-τος/νερούмасляный - λαδιού/ελαίου- εργασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > манометр
-
14 номограмма
мат. το νομογράφημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > номограмма
-
15 огнетушитель
ο πυροσβεστήραςщёлочно-кислотный - αλκαλικού οξέος. огнеупор το πυρίμαχο (υλικό)легковесный - ελαφρόβαρο/ελαφρύβαρο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > огнетушитель
-
16 пресс
το πιεστήριο, разг. η πρέσαобрезной (мет.-об.) - κοπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пресс
-
17 развёртка
1. (металлорежущий инструмент) το γλύφανο οπών, η ραΐμπλαрегулируемая - см. разжимная -2. (представление сложной пространственной поверхности на плоскости) το ανάπτυγμα 3. (во времени) η διερεύνησηпрямолинейная - ευθύγραμμη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развёртка
-
18 смесь
το μ(ε)ίγμα* азеотропная - αζεο-τροπικό -- рабочая бедная{}богатая{} - πτωχό/πλούσιο - καυσίμου με αέραтермитная - см. термитРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смесь
-
19 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
20 тёрка
1. стр. το θρυπτικό μυστρί 2. (кухонная) о τρίφτης- для овощей - λαχανικών, ο κόπτης λαχανικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тёрка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μηχανικό — το βλ. μηχανικός … Dictionary of Greek
μηχανικό — το ένα από τα όπλα του στρατού ξηράς που ασχολείται με την κατασκευή και συντήρηση τεχνικών έργων τα οποία είναι χρήσιμα στο στρατό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυθοκόρος — Μηχανικό συγκρότημα για την εκτέλεση εκσκαφών μεγάλης έκτασης σε πετρώματα μαλακά ή κατατεμαχισμένα (άμμος, χαλίκια, άργιλος, λάσπη κλπ.). Υπάρχουν διάφοροι τύποι τέτοιων μηχανημάτων, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της θέσης των υλικών και… … Dictionary of Greek
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
έδρανο ολίσθησης — Μηχανικό όργανο. Προορίζεται να συγκρατεί τα κινούμενα όργανα των μηχανών και να ελαττώνει τις τριβές που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Το έ.ο. έχει δακτυλιοειδές σχήμα και απαρτίζεται συνήθως από δύο μέρη, ώστε να διευκολύνεται η αλλαγή του. Βασικά … Dictionary of Greek
εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek