-
1 μηχανικαίς
-
2 μηχανικαῖς
См. также в других словарях:
μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 μηχανικαίς
2 μηχανικαῖς
μηχανικαῖς — μηχανικός resourceful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)