Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηχανητής

См. также в других словарях:

  • μηχανητής — μηχανητής, ὁ (ΑΜ) [μηχανώμαι] αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές …   Dictionary of Greek

  • μηχανητής — deviser of engines of war masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»