-
1 μηχανητής
μηχανητής, ὁ, der Maschinen, Kunstgriffe braucht, Schol. Ar. Ach. 850.
-
2 μηχανητής
μηχανητήςdeviser of engines of war: masc nom sg -
3 μηχανητής
μηχανητής, ὁ, der Maschinen, Kunstgriffe braucht -
4 μηχανητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηχανητής
-
5 μηχανιώτης
μηχανιώτης, ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
-
6 μηχανῆτις
См. также в других словарях:
μηχανητής — μηχανητής, ὁ (ΑΜ) [μηχανώμαι] αυτός που επινοεί ή εφευρίσκει πολεμικές μηχανές … Dictionary of Greek
μηχανητής — deviser of engines of war masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιμηχανητής — ἀρχιμηχανητής, ο (Μ) ο πρώτος μηχανορράφος, δηλαδή ο παμπόνηρος, ο πανουργότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + μηχανητής < μηχανώμαι] … Dictionary of Greek