Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μητρικός

См. также в других словарях:

  • μητρικός — of a mother masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… …   Dictionary of Greek

  • μητρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα: Η μητρική στοργή. – Μητρική γλώσσα (η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική ηλικία) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μητρικά — μητρικός of a mother neut nom/voc/acc pl μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc/acc dual μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικῶν — μητρικός of a mother fem gen pl μητρικός of a mother masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικόν — μητρικός of a mother masc acc sg μητρικός of a mother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικαῖς — μητρικός of a mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικαί — μητρικός of a mother fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικοῖς — μητρικός of a mother masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικοί — μητρικός of a mother masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρικοῦ — μητρικός of a mother masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»