-
1 μητρικός
-
2 μητρικος
-
3 μητρικός
μητρικόςof a mother: masc nom sg -
4 μητρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρικός
-
5 μητρικός
-
6 μητρικός
-
7 μητρικός
[митрикос] επ материнский, (ανατ) единоутробный. -
8 μητρικός
maternel -
9 μητρικός
1) macierzyński przym.2) matczyny przym. -
10 μητρικός
mateřský -
11 μητρικός
1) maternal2) motherlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μητρικός
-
12 μητρικά
μητρικόςof a mother: neut nom /voc /acc plμητρικά̱, μητρικόςof a mother: fem nom /voc /acc dualμητρικά̱, μητρικόςof a mother: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 μητρικόν
μητρικόςof a mother: masc acc sgμητρικόςof a mother: neut nom /voc /acc sg -
14 μητρικαί
μητρικόςof a mother: fem nom /voc pl -
15 μητρικοί
μητρικόςof a mother: masc nom /voc pl -
16 μητρικούς
μητρικόςof a mother: masc acc pl -
17 μητρική
μητρικόςof a mother: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 μητρικήν
μητρικόςof a mother: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 μητρικών
-
20 μητρικῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μητρικός — of a mother masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… … Dictionary of Greek
μητρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα: Η μητρική στοργή. – Μητρική γλώσσα (η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική ηλικία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μητρικά — μητρικός of a mother neut nom/voc/acc pl μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc/acc dual μητρικά̱ , μητρικός of a mother fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικῶν — μητρικός of a mother fem gen pl μητρικός of a mother masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικόν — μητρικός of a mother masc acc sg μητρικός of a mother neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικαῖς — μητρικός of a mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικαί — μητρικός of a mother fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοῖς — μητρικός of a mother masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοί — μητρικός of a mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρικοῦ — μητρικός of a mother masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)