-
1 μητρολῴας
μητρολῴας, ου, ὁ (μήτηρ, ἀλοιάω ‘to strike’) in the NT the mss. also attest the later form μητραλῴας (B-D-F §26; 35, 2; 119, 2; Mlt-H. 68.—Attic μητραλοίας Aeschyl. et al.; Pla., Phd. 113e; 114a πατραλοῖαι καὶ μητραλοῖαι, Leg. 9, 881a μητραλοῖαι … ὸ̔ς ἂν τολμήσῃ μητέρα τύπτειν.—Lysias 10, 8; Lucian, Deor. Conc. 12; AscIs 4:2) one who murders his mother, a matricide (w. πατρολῴας. On these very strong words in a catalogue of vices cp. Physiogn. I 327, 15 πατροφόνοι τε καὶ μητροφόνοι παιδοφθόροι τε καὶ φαρμακοὶ κ. τὰ ὅμοια τούτων) 1 Ti 1:9.—DELG s.v. ἀλωή.
См. также в других словарях:
μητραλώας — μητραλῴας, ὁ (Μ) βλ. μητραλοίας … Dictionary of Greek
μητραλοίας — ο (ΑΜ μητραλοίας, Μ και μητραλῴας και μητρολοίας και μητρολώας, Α και μητρολῴας και μητρολώας) αυτός που φονεύει τη μητέρα του, ο μητροκτόνος («τοὺς δὲ πατρολοίας καὶ μητραλοίας κατά τὸν Πυριφλεγέθοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός +… … Dictionary of Greek