-
1 μητιόωντο
μητιάωmeditate: imperf ind mp 3rd pl (epic) -
2 μητιάω
μητιάω, [dialect] Ep. [ per.] 3pl. μητιόωσι and part. μητιόων, -όωσα, Hom. (v. infr.): [tense] impf.Aμητιάασκον A.R.4.7
:—[voice] Med., [ per.] 3pl. [tense] impf.μητιόωντο Il.12.17
; [ per.] 2pl. imper.μητιάασθε Hom.
(v. infr.); inf. μητιάασθαι ( συμ-) Il.10.197: [tense] fut. μητιάσομαι only in Corn.ND7: ([etym.] μῆτις):—meditate, deliberate,καθήατο μητιόωντες βουλάς Il.20.153
;ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν 10.208
;βουλήν, ἥ ῥα θεοῖσιν ἐφήνδανε μητιόωσι 7.45
:— [voice] Med., μητιάασθε, ἠέ.., ἦε .. consider among you whether.., or.., 22.174.2 c.acc.objecti, plan, devise,νόστον Ὀδυσσῆϊ.. μητιόωσα Od.6.14
: c. inf.,δὴ τότε μητιόωντο.. τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.17
; in bad sense,Ἕκτορι.. κακὰ μητιόωντι 18.312
;θεοὶ κακὰ μητιόωντες Od. 1.234
; δόλον ἐπί τινι A.R.l.c. -
3 μητιόωντ'
μητιόωντα, μητιάωmeditate: pres part act neut nom /voc /acc pl (epic)μητιόωντα, μητιάωmeditate: pres part act masc acc sg (epic)μητιόωντι, μητιάωmeditate: pres part act masc /neut dat sg (epic)μητιόωντε, μητιάωmeditate: pres part act masc /neut nom /voc /acc dual (epic)μητιόωνται, μητιάωmeditate: pres subj mp 3rd pl (epic)μητιόωνται, μητιάωmeditate: pres ind mp 3rd pl (epic)μητιόωντο, μητιάωmeditate: imperf ind mp 3rd pl (epic) -
4 μητιάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μητιάω
См. также в других словарях:
μητιόωντο — μητιάω meditate imperf ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητιόωντ' — μητιόωντα , μητιάω meditate pres part act neut nom/voc/acc pl (epic) μητιόωντα , μητιάω meditate pres part act masc acc sg (epic) μητιόωντι , μητιάω meditate pres part act masc/neut dat sg (epic) μητιόωντε , μητιάω meditate pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)