-
61 μηροίσιν
-
62 μηροῖσιν
-
63 μηρού
-
64 μηροῦ
-
65 μηρώι
-
66 μηρῶι
-
67 μηρών
-
68 μηρῶν
-
69 femur
femur, femoris u. gew. (v. veralteten femen), feminis, n., I) der Oberschenkel, das Dickbein, a) eig.: femur utrumque, Caes.: femur inferius, superius, Cels.: femur et crus sinistrum, Suet.: femur Apollinis, Cic.: femur leporis, Hasenschlegel, Mart.: frons non percussa, non femur, Cic.: femur icere, Plaut., ferire, Plaut. u. Quint., caedere, Quint.: femina plangere, Cic. fr. – b) meton., das männliche Glied, quod illud signaculum feminis (die Beschneidung) non profuit, Cypr. test. 1, 8 extr. – II) übtr.: a) als botan. t. t., femur bubulum, eine uns unbekannte Pflanze, Plin. 27, 81. – b) als t. t. der Baukunst, an den dorischen Säulen, der Schenkel des Dreischlitzes, der Steg, Vitr. 4, 3, 5. – ⇒ Über den Genet. feminis etc. s. Neue-Wagener Formenl.3 1, 834 f. u. Georges Lexik. d. lat. Wortf. S. 272. – Nomin. femus, Apul. met. 8, 31 (zweimal); vgl. Gloss. › μηρός, femus‹; nach Serv. Verg. Aen. 10, 344 ungebr. – Nomin. femen ohne Beleg angef. bei Prisc. 6, 52. Paul. ex Fest. 92, 3. Caper bei Serv. Verg. Aen. 10, 344; dagegen als ungebr. bezeichnet bei Charis. 131, 2. -
70 3382
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3382
-
71 femur
['fi:mə](the thigh bone.) μηριαίο οστό, μηρός -
72 thigh
(the part of the leg between the knee and hip.) μηρός, μπούτι -
73 бедро
[μπιντρό] ουσ. ο. μηρός -
74 бедро
[μπιντρό] ουσ ο μηρός -
75 бедро
-а, πλθ. бедра, бедер, бедрам ουδ.1. ο μηρός.2. το ισχίο, ο γοφός. -
76 кострец
-а α. σκέλος σφαγίου, μηρός. -
77 ляжка
-и θ.μηρός, μπούτι. -
78 огузок
-зка α. μηρός, μπούτι. || πισινό μέρος δέρματος ζώου. -
79 стегно
-а, πλθ. стгна, -гон, -гнамουδ. (παλ. κ. διαλκ.) μηρός, μπούτι. -
80 γαυσός
См. также в других словарях:
μηρός ο — μηρός, ο το παχύτερο μέρος του ανθρώπινου ποδιού από το γόνατο ως τους γοφούς, το μπούτι: Χτύπησε στο μηρό πέφτοντας από το άλογο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηρός — thigh masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek
μηροῖν — μηρός thigh masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροῖο — μηρός thigh masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροῖς — μηρός thigh masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροῖσι — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροῖσιν — μηρός thigh masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροί — μηρός thigh masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροῦ — μηρός thigh masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)