-
1 μηροτραφής
μηρο-τραφής, ές, im Schenkel ernährt, aufgezogen, wie μηροῤῥαφής, Beiw. des Bacchus -
2 μηροῤ-ῥαφής
μηροῤ-ῥαφής, ές, in die Schenkel genäht, Beiw. des Bacchus, Nonn. u. a. sp. D. Vgl. μηροτραφής.
См. также в других словарях:
μηροτραφής — και μηροτρεφής, ές (Α) (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + τραφής και τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο τραφής] … Dictionary of Greek
μηροτραφής — thigh bred masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροτραφῆ — μηροτραφής thigh bred neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μηροτραφής thigh bred masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μηροτραφής thigh bred masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηροτρεφής — μηροτρεφής, ές (Α) βλ. μηροτραφής … Dictionary of Greek
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek