-
21 σάφα
Grammatical information: Adv.Meaning: `surely, certainly, definitely', esp. with οῖ᾽δα, also w. other verbs of ḳnowing and saying (Il.).Derivatives: Besides σαφής adj. `sure, definite, apparent, clear, evident' (Pi., A.; σαφές h. Merc.; s. bel.) with adv. σαφέως, σαφῶς `id.' (h. Cer.). Expressive enlargement σαφ-ηνής, Dor. -ᾱνής, adv. - ηνέως (Pi., trag.; adv. also Hdt.), after ἀπ-, προσ-ηνής a. o. (to be rejected Prellwitz Glotta 19, 95ff.), with σαφήν-εια f. `clarity, clearness' (Att. since A., Alcmaion; opposite ἀσάφεια from ἀ-σαφής), - ίζω `to make clear, to explain' (IA.) with - ισμός, - ιστικός (late). -- Quite doubtful σαφήτωρ μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής H., as if from *σαφέω ( διασαφέω since E.); certainly only arisen from a v. l. Ι 404 (for ἀφήτωρ).Origin: XX [etym. unknown]; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of the above words the earliest attested adv. σάφα (on the formation Schwyzer 622) seems to be the oldest; from this σαφέως (as τάχα: ταχέως), the ntr. σαφές ( σαφες δ' οὑκ οῖ᾽δα h. Merc. 208) with σαφέστερον, and to this at last σαφής (Leumann Hom. Wörter 112 n. 77). -- Unexplained. Often analysed as in σα-φής with the 2. member of φάος, φαίνω; before this σα- as strengthening element, and this either with Prellwitz BB 22, 81 ff. to σάος (* tuh₂-; s. σῶς and τύλη) or with Brugmann IF 39, 114ff. to τίς (* kʷih₂-); prop. exclamation; cf. Σίσυφος and σοφός. Against this after Grošelj Živa Ant. 1, 127 to Ion. σάω `sieve' (s. διαττάω and σήθω), so prop. *'sieved'; - φα as in μέσφα. Older proposals in Bq and W.-Hofmann s. faber, sapiō and tabula. -- Estensively on σάφα Luther "Wahrheit" u. "Lüge" 61 ff.; s. also Frisk GHÅ 41 (1935): 3, 20 (Kl. Schr. [Göteborg 1966] 18). -- Furnée suggests several connections, which are not evident (index s.v.); he concludes to Pre-Greek.Page in Frisk: 2,684Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σάφα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μηνυτής — ο,θηλ. και μηνύτρια (ΑΜ μηνυτής και δωρ. τ. μανυτάς, θηλ. μηνύτρια) [μηνύω] αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη ή αυτός που υποβάλλει μήνυση νεοελλ. μσν. 1. αυτός που φέρνει μήνυμα, αγγελιαφόρος, απεσταλμένος 2. αυτός που δίνει πληροφορίες αρχ … Dictionary of Greek
μηνυτής — ο θηλ. ύτρια αυτός που υποβάλλει μήνυση, ο ενάγων: Ο μηνυτής απέσυρε τις κατηγορίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηνυτής — μηνῡτής , μηνυτής bringing to light masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
μηνυτά — μηνῡτά̱ , μηνυτής bringing to light masc nom/voc/acc dual (doric) μηνῡτά , μηνυτής bringing to light masc voc sg (doric) μηνῡτά , μηνυτής bringing to light masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνυτάς — μηνῡτά̱ς , μηνυτής bringing to light masc acc pl (doric) μηνῡτά̱ς , μηνυτής bringing to light masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AD Responsum — dicti olim οἱ τῶ ἀποκρίσεων μηννταὶ, quas μηνύσεις qui faciebant, erant Secretarii, vel a Secretis. Hinc qui Vopisco in Divo Aureliano c. 36. dicitur Notarius Secretorum, is Zosimo vocatur τῶ ἔτρωθεν φερομένων ἀποκρίϚεων μηνυτής: id quod erat… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφιορκία — ἀμφιορκία, η (Α) αμοιβαίος όρκος, δηλ. 1. ο όρκος τών δικαστών από το ένα μέρος και τών διαδίκων από το άλλο 2. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι, ο μηνυτής και ο κατηγορούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *ορκ ία < ὅρκος] … Dictionary of Greek
αντίδικος — ο (Α ἀντίδικος, ον) ο αντίπαλος σε δίκη, ο καθένας από τους δύο διαδίκους αρχ. 1. ο εναγόμενος, ο κατηγορούμενος 2. ο μηνυτής, ο ενάγων 3. ο εχθρός, ο αντίπαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + δικος < δίκη] … Dictionary of Greek
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek