-
1 μηνῡτήρ
μηνῡτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφϑέγκτου φραδαῖς, Aesch. Eum. 236.
-
2 μηνύτωρ
-
3 ἄ-φθεγκτος
ἄ-φθεγκτος, 1) sprachlos, stumm, μηνυτήρ Aesch. Eum. 236; νάπος, still, Soph. O. C. 155; sp. D. – 2) unaussprechlich, καὶ ἄλογον Plat. Soph. 238 c.
-
4 μηνῡτής
μηνῡτής, ὁ, u. μηνῡτήρ, ῆρος, ὁ, der Anzeiger, Angeber; μηνυτὴν χρόνον, die verratende Zeit. Auch von einer Frau
См. также в других словарях:
μηνυτήρ — μηνυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρέχει πληροφορίες 2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῑς», Ευρ.) 3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κωλυ τήρ)] … Dictionary of Greek
μηνυτῆρ' — μηνῡτῆρα , μηνυτήρ informer masc acc sg μηνῡτῆρι , μηνυτήρ informer masc dat sg μηνῡτῆρε , μηνυτήρ informer masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
μηνυτήριος — α, ο αυτός που περιέχει μήνυση ή αυτός που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές («μηνυτήρια αναφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνυτήρ. Η λ. στον πληθ. ουδ. μηνυτήρια, μαρτυρείται από το 1856 στον Ερμ. Λούντζη] … Dictionary of Greek
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek
μηνυτῆρος — μηνῡτῆρος , μηνυτήρ informer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)