-
1 αδινος
или ἀδῐνός 31) крепкий, могучий(κῆρ Hom.)
2) сбившийся в кучу, сгрудившийсяἔθνεα μελισσάων ἀδινάων Hom. — густые рои пчел;
μῆλ΄ ἀδινὰ σφάζειν Hom. — резать овец целыми стадами3) частый, обильный(δάκρυα Soph.)
4) сильный, громкий(γόος Hom.; ὄψ HH.)
5) громогласный(Σειρῆνες Hom.)
6) сильный, мучительный(δάκος κακαγοριᾶν Pind.)
-
2 μηλον
Iдор. μᾶλον τό1) яблоко Hom. etc.τὸ τῆς Ἔριδος μ. Luc. — яблоко Эриды, т.е. раздора;
τὰ χρύσεα μῆλα (sc. Ἑσπερίδων) Soph. — золотые яблоки Гесперид2) (древесный) плод Hom. etc.μ. Κυδώνιον Plut. — айва;
3) шар, округлость(μαζῶν μῆλα, μᾶλα παρηϊάδων Anth.)
μ. ἐπὴ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημενον Her. — к посоху приделан шаровидный набалдашникII(πολλὰ μῆλ΄, ὄϊές τε καὴ αἶγες Hom.; μῆλα καὴ βοῶν ἀγέλαι Pind.; μῆλα καὴ ποῖμναι Soph.)
-
3 μηλουχος
-
4 μηλωψ
μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. — молоть золотистый плод, т.е. хлебные зерна
См. также в других словарях:
Μῆλ' — Μῆλα , Μῆλος neut nom/voc/acc pl Μῆλε , Μῆλος masc voc sg Μῆλαι , Μῆλος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῆλ' — μῆλαι , μήλη probe fem nom/voc pl μῆλα , μῆλον 1 sheep neut nom/voc/acc pl μῆλα , μῆλον 2 apple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλάτης — και μηλότης, ὁ (Α) ο ποιμένας (α. «μηλόται ποιμένες», Ησύχ. β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῡνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. ότης (πρβλ. ιππ ότης, τοξ ότης). Το μηλ άτης έχει… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek
συκαμινιά — η / συκαμινέα, ΝΜΑ, και σ(υ)καμιά και σ(υ)καμνιά Ν, και συκαμενέα και συκάμεινα Α η συκάμινος, η μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. έα (πρβλ. μηλ έα, συκ έα). Ο νεοελλ. τ. συκαμινιά με συνίζηση (πρβλ. μηλ ιά)] … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
HUMOR — in Ignispicio Veterum, flammae contrarius, observatur Euripidi Phoenissis, v. 1262. Μάντεις δὲ μῆλ᾿ ἔςφαζον, ἐμπύρους δ᾿ ἀκμὰς, Ρ῾ήξεις τ᾿ ενώμων, ὑγρότητ᾿ ὅρους εναντίαν, Α῎κραν τε λαμπάδ᾿, ἢ δυοῖν ὅρους ἔχει. Inde enim fumus oritur, qui ignem… … Hofmann J. Lexicon universale
PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek
Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] … Dictionary of Greek