Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

μηλό-βοτος

См. также в других словарях:

  • ιππόβοτος — ἱππόβοτος, ον (Α) 1. (για τόπους) αυτός που τρέφει άλογα, κατάλληλος για βοσκή, για εκτροφή αλόγων («καὶ μᾱλλον ἐπήρατος ἱπποβότοιο» και πιο χαριτωμένη από τόπο που τρέφει άλογα, Ομ. Οδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ιππόβοτος ιστορικός τής… …   Dictionary of Greek

  • μελισσόβοτος — μελισσόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από μέλισσες («μελισσοβότου Ἑλικῶνος», Ανθ. Παλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὀ μελισσόβοτον άλλη ονομασία τού φυτού μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + βοτος (< βοτόν), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • οιωνόβοτος — οἰωνόβοτος, ον (Α) οιωνόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + βοτός (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • οναγρόβοτος — ὀναγρόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός όπου βόσκουν όναγροι («τὰ τῶν Λυκαόνων ὀροπέδια ψυχρὰ καὶ ψιλὰ καὶ ὀναγρόβοτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄναγρος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • σύβοτον — τὸ, Α 1. συν. στον πληθ. τά σύβοτα τόπος όπου βόσκουν χοίροι 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τά Σύβοτα ονομασία μικρών νησιών κοντά στην Κέρκυρα, καθώς και μέρος τής απέναντι ακτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + βότος (< βόσκω), πρβλ. μηλό …   Dictionary of Greek

  • χειμήβοτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινή ώρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. τού οποίου το α συνθετικό χειμη (αντί τών αναμενόμενων χειμα ή χειμο , βλ. λ. χειμώνας) ανάγεται στη λ. χεῖμα, ενώ το β συνθετικό βοτος στο ρ. βόσκω (πρβλ. μηλό βοτος, πολύ βοτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»