-
1 μηλο-νόμας
μηλο-νόμας, ὁ, dor. für μηλονόμης, Schaaf-, Ziegenhirt, Eur. Alc. 576.
См. также в других словарях:
μηλονόμης — μηλονόμης, δωρ. τ. μηλονόμας, ὁ (Α) ποιμένας, βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + νόμης / νόμᾱς (< νέμω), πρβλ. ιππο νόμᾱς] … Dictionary of Greek
μηλονομεῖς — μηλονόμης shepherd masc acc pl μηλονόμης shepherd masc nom/voc pl (parad form) μηλονομεύς masc acc pl μηλονομεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονομήων — μηλονόμης shepherd masc gen pl (epic ionic) μηλονομεύς masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλονόμας — μηλονόμᾱς , μηλονόμης shepherd masc acc pl (doric) μηλονόμᾱς , μηλονόμης shepherd masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων … Dictionary of Greek