Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηλιά

См. также в других словарях:

  • Μηλία — Μηλίᾱ , Μήλιος from the island of Meios fem nom/voc/acc dual Μηλίᾱ , Μήλιος from the island of Meios fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίᾳ — Μηλίᾱͅ , Μήλιος from the island of Meios fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — η το δέντρο που παράγει τα μήλα, η μηλέα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηλιᾶ — Μηλιεύς inhabitant of Malis masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μήλια — Μήλιος from the island of Meios neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Μηλιά — Οικισμός (55 κάτ.) του νομού Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτρας …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Μηλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 997 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτρας …   Dictionary of Greek

  • Κόκκινη Μηλιά — Τοπωνύμιο που απαντάται στη λαογραφική παράδοση. Αναφέρεται ως ο τόπος καταγωγής των Τούρκων και, πιο συγκεκριμένα, ως το απώτατο σημείο από την ελληνική επικράτεια. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες, στην… …   Dictionary of Greek

  • Μηλίας — Μηλίᾱς , Μήλιος from the island of Meios fem acc pl Μηλίᾱς , Μήλιος from the island of Meios fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίαι — Μηλίᾱͅ , Μήλιος from the island of Meios fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»