-
1 μῆκος
A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324;φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20
, cf. Hdt.1.181, etc.;ἐς μῆκος Id.2.155
;εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6
;ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Gorg.3, Arist.Ph. 209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise,ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA 504a15
, al.;κατὰ μῆκος Id.Mete. 387a2
;μ. ὁδοῦ A.Fr. 378
, Hdt.1.72, etc.;πλοῦ Th.6.34
; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl.,μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt. 284e
, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt. 356d.b height, of a wall, Ar.Av. 1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312;εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6
.c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht. 147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg. 817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.2 of Time,μ. χρόνου A.Pr. 1020
;ἐν μ. χρόνου S.Tr.69
; ; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu. 201, S.OC 1139;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62
; μῆκος at length,εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant. 446
.3 of Size or Degree, greatness, magnitude,ὄλβου Emp. 119
; μῆκος in greatness,ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant. 393
.6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, [comp] Sup. of μακρός.) -
2 μῆκος
μῆκος, τό, dor. μᾶκος, die Länge; ῥόπαλον – τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang, Od. 9, 324; μῆκός γε γενέσϑην ἐννεόργυιοι, 11, 312; schlanker Wuchs, 20, 71; πάχει μάκει τε verbindet Pind. P. 4, 254; von der Zeit oft, Aesch. auch τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eum. 192; ἐν μήκει χρόνου, Soph. Trach. 69 (vgl. ἐν μήκει λόγων διελϑεῖν, Thuc. 4, 62); adverbial, εἰπέ μοι μὴ μῆκος, ἀλλὰ σύντομα, Ant. 422; überh. Größe, von der Freude, 389; μακρὸν μῆκος χρόνου, Eur. Or. 72. – Her. 4, 42 u. sonst; πλοῦ, Thuc. 6, 34; Plat. Theaet. 148 b; χρόνου, Legg. III, 676 a; λόγου, I, 645 c; neben βάϑος u. πλάτος, Soph. 235 d; auch im plur., Folgde überall.
-
3 μῆκος
Grammatical information: n.Meaning: `length' (Od.).Dialectal forms: Dor. μᾶκος (Archyt.)Compounds: Often as 2. member, e.g. περι-μήκης, Dor. - μάκης `very long, very high' (Il), with expressive enlargement περιμήκ-ετος `id.' (Hom., Arat.), after πάχετος, ἀριδείκετος, ἀμαιμάκετος a. o. (Schwyzer 501, Seiler Steigerungsformen 75).Derivatives: Beside μῆκος the sup. μήκιστος, Dor. μάκιστος `longest, highest, greatest' (Il.) with Μηκιστεύς PN (Il.; Boßhardt 93 f.) beside the comp. μάσσων, μᾶσσον (θ 203 etc.; after ἆσσον); to μακρός (s.v.) after ἐλάσσων, πάσσων, θάσσων; besides the secondary μακρό- τατος, - τερος. -- Old denominative μηκύνω, Dor. μακύνω, rarely w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, `lengten, stretch out' (Pi., IA.) with the rare a. late prosodic terms μήκ-υνσις (Sch.), - υσμός (Eust.) `lengthening', - υντικός `which can be lengthened' (A. D.). Further derivations, also rare a. late: μηκεδανός `long' (AP, Nonn.), for μακεδνός after ἠπεδανός a. o. (Risch $38, Specht Ursprung 199); μηκ-ικός `regarding the length' (Procl.), - όθεν `from afar' (Aesop., Paul. Aeg.), - ότης f. `length' (Gal.).Origin: IE [Indo-European] [699] *meh₂ḱ-os, mh₂ḱros `long, length'.Etymology: Over against μῆκος stands with short vowel Av. masah- n. `length, greatness'; thus against μήκιστος Av. masišta-, OP maθ išta- (like comp. masyå, pos. mas-). Also elsewhere we find short vowels, not only in inherited and with the s-stem alternating r-stem μακρός (s. v.), but also in Lat. maciēs `leanness', maceō `be lean' and in Hitt. mak-l-ant- `lean'. As full grade formation, however, μῆκος agrees with the great majority of old s-stems (s. e.g. Schwyzer 511 f.). -- WP. 2, 223- Pok. 699- W.-Hofmann s. macer ; on μήκιστος, μάσσων Schwyzer 538, Seiler Steigerungsformen 74ff. a. 21 f. So for μῆκος we posit * meh₂k-, but this does not explain Av. masah-, and μακρός only if mh₂ḱ-ro- would give μακρο-; cf. on μέτρον.Page in Frisk: 2,224-225Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆκος
-
4 μήκος
-
5 μῆκος
-
6 μῆκος
μῆκος, τό, die Länge; ῥόπαλον τόσσον ἔην μῆκος, so groß an Länge, so lang; schlanker Wuchs; von der Zeit oft; überh. Größe, von der Freude -
7 μῆκος
μῆκος, ους, τό (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol; EpArist, GrBar 2:5; EpArist, Philo; Jos., Bell. 4, 467; 482, Ant. 12, 231; SibOr 3, 649) length in our lit. only of space: w. breadth, height, depth Eph 3:18 (cp. βάθος 1). W. breadth Rv 21:16a, and w. breadth and height (Diod S 13, 82, 2 μῆκος, πλάτος ὕψος of the temple of Zeus at Acragas with exact measurements; 16, 83, 2) vs. 16b. τῷ μήκει in length = long w. the measurement given Hv 4, 1, 6 (Da 4:12 οἱ κλάδοι τῷ μήκει ὡς σταδίων τριάκοντα).—M-M. -
8 μηκος
дор. μᾶχος - εος τό1) длина, протяжение(ὁδοῦ Her.; πλοῦ Thuc.)
ἐπὴ или κατὰ μ. Arst. — в длину, вдоль;τὸ μ. или (ἐς) μ. Her. — по длине, в длину2) долгота, продолжительность(χρόνου Aesch.)
μ. λόγου Aesch. и τῶν λόγων Soph. — долгая речь;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Thuc. — долго рассказывать;εἶπέ μοι, μέ μ., ἀλλὰ σύντομα Soph. — скажи мне, не распространяясь, а сжато3) досл. размеры, величина, перен. глубина (sc. τῆς χαρᾶς Soph.) -
9 μῆκος
μῆκος: length, lofty stature, Od. 20.71.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μῆκος
-
10 μήκος
τό1) длина, протяжённость;κατά μήκος — вдоль;
2) продолжительность, длительность;3) перен. пространность (речи и т. п.); 4) геогр. долгота;§ κατά μήκος και κατά πλάτος — а) в длину и ширину; — б) вдоль и поперёк; — всесторонне, детально
-
11 μῆκος
-ους + τό N 3 19-15-45-5-2=86 Gn 6,15; 12,6; 13,17; Ex 25,10.17εἴκοσι πήχεις μῆκος twenty cubits long 1 Kgs 6,20; εἰς τὸ μῆκος lengthwise Gn 12,6; τῷ μήκει (ὡς σταδίων τριάκοντα) (about thirty stadia) long (always with the measurement given) DnLXX 4,12 -
12 μῆκος
τὸ μῆκος, ους длина; продолжительность -
13 μῆκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μῆκος
-
14 μήκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μήκος
-
15 μῆκος
длина, долгота, протяжение, продолжительность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆκος
-
16 μῆκος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μῆκος
-
17 μῆκος
-
18 μήκος
[микос] ουσ ο длина. -
19 μήκος
lengthΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μήκος
-
20 κατα μήκος του.....
al llarg del...
См. также в других словарях:
μῆκος — length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
μήκος — ο ους 1. η απόσταση από το ένα άκρο ως το άλλο ενός αντικειμένου, το μάκρος: Το μήκος του φορέματος έφτανε στο πάτωμα. 2. η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις κάθε σχήματος ή σώματος: Το δωμάτιο είχε μήκος έξι μέτρα και πλάτος πέντε. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek