-
1 μηδ-ος-τις-οῦν
μηδ-ος-τις-οῦν, neutr. μηδοτιοῦν, d. i. μηδὲ ὅςτις οὖν, auch nicht Einer, er sei auch wer er sei, Nichts, es sei auch was es sei, Theogn. 64.
См. также в других словарях:
μηδοστισούν — μηδοστισοῡν, ουδ. μηδοτιοῡν και μηδ ὅστις οὖν, μηδ ὅ,τι οὖν (Α) ούτε καν ένας, κανένας («μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾱν δρᾱν μηδ ὁτιοῡν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ὁστισοῦν] … Dictionary of Greek