-
1 μηδοστισοῦν
μηδοστισοῦν, better written μηδ' ὅστις οὖν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηδοστισοῦν
См. также в других словарях:
μηδοστισούν — μηδοστισοῡν, ουδ. μηδοτιοῡν και μηδ ὅστις οὖν, μηδ ὅ,τι οὖν (Α) ούτε καν ένας, κανένας («μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾱν δρᾱν μηδ ὁτιοῡν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ὁστισοῦν] … Dictionary of Greek