-
1 μήτις
μήτῐς or [full] μή τις, ὁ, ἡ, neut. μήτῐ, gen. μήτῐνος: ([etym.] τὶς) old Gr. and Cret. for μηδείς, Il.12.272, al., Schwyzer 175 ([place name] Gortyn), Leg.Gort.5.13, al.; Cret. dat. sg.Aμηδιμί IG22.1130.4
:—hence1 μήτι or μή τι, Adv., with imper., and inf. used imperatively, Il.1.550,5.130, etc.: with opt. to express a wish,ὄλοιντο μή τι πάντες S.Tr. 383
.2 after Verbs of fear or doubt, Il.11.470, Od.2.67, etc.3 in direct questions, μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν; do I.. ? (i.e. I do not), A.Pr. 959, cf. 249, LXX Ge.20.9, Ev.Marc.4.21.4 μή τί γε let alone, much less,οὐδὲ στρατιώτης οὗτός γε οὐδενός ἐστιν ἄξιος, μή τί γε τῶν ἄλλων ἡγεμών D.21.148
, cf. 19.137; later, not to mention,οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν; μήτι γε βιωτικά 1 Ep.Cor.6.3
: with a word between,ὡς.. δώσοντι δίκην, μή τι ποιήσαντί γε D.8.27
; alsoμή τι δή Plb.12.8.6
;μή τί γε δή, οὐκ ἔνι οὐδὲ τοῖς φίλοις.., μή τί γε δὴ τοῖς θεοῖς D.2.23
; alsoμητιγοῦν Ael.VH12.9
;μή τι δή γε Phld.Rh.1.261
S., al.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский