-
1 μηδετέρως
μηδέτεροςneither of the two: adverbialμηδέτεροςneither of the two: masc acc pl (doric) -
2 μηδέτερος
A neither of the two, Th.4.118, Pl.R. 470a, etc.; also divisim,οἱ μηδὲ μεθ' ἑτέρων Th.2.67
, cf. 72;μηδὲ καθ' ἕτερα Id.7.59
. Adv. μηδετέρως in neither way, Arist.Po. 1460b35; μ. ἔχοντες being indifferent (neither friends nor foes), ib. 1453b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηδέτερος
См. также в других словарях:
μηδετέρως — μηδέτερος neither of the two adverbial μηδέτερος neither of the two masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδέτερος — α, ον (Α μηδέτερος, δωρ. τ. μηδάτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανείς από τους δύο («δέχεσθε δὲ ἀμφοτέρους φίλους, ἐπὶ πολέμω δὲ μηδετέρους», Θουκ.). επίρρ... μηδετέρως (Α) ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο τρόπο, ούτε… … Dictionary of Greek
μηδετέρωθεν — (Α) επίρρ. ούτε από το ένα ούτε από το άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. ετέρω θεν)] … Dictionary of Greek
μηδετέρωσε — (Α) επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. εκατέρω σε)] … Dictionary of Greek