Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μηδαμινή

  • 1 ничтожный

    ничтож||ный
    прил
    1. (маленький) μηδαμινός:
    \ничтожныйное количество ἡ μηδαμινή ποσότητα·
    2. перен (незначащий) ἀσήμαντος, χωρίς σημασία / τιποτένιος (о человеке):
    \ничтожныйная книжонка βιβλίο χωρίς σημασία.

    Русско-новогреческий словарь > ничтожный

  • 2 δικαιολογία

    η
    1) оправдание (действие); 2) извиняющие обстоятельства, оправдание, извинение, отговорка;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαιολογία

  • 3 μηδαμινός

    η, ό[ν] ничтожный; никчёмный; пустяковый;

    μηδαμινή ποσότητα — ничтожное количество;

    μηδαμινός (άνθρωπος) — ничтожный человек;

    μηδαμινό πράγμα — пустяковое дело, пустяк;

    μηδαμινο ζήτημα — никчёмный вопрос

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μηδαμινός

  • 4 капля

    -и, γεν. πλθ. -пель, δοτ. -плям θ.
    1. σταγόνα, σταλαματιά, στάλα• ρανίδα•

    -и дожди σταγόνες βροχής•

    -и росы δροσοσταγόνες•

    сердечные -и σταγόνες για την καρδιά.

    2. ως επίρ. каплю λίγο, ελάχιστα, μια σταλιά ή μια σταγόνα.
    εκφρ.
    капля в море – σταγόνα στον ωκεανό (μηδαμινή ποσότητα)•
    капля за -ей ή капля по -е – σταλαματιά-σταλαματιά, λίγο-λίγο, σκαλί-σκαλί, βαθμιαία•
    до последней -и крови – μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματος•
    ни -и – ούτε σταγόνα, καθόλου•
    - и в рот не брать – δε βάζω σταλιά στο στόμα, δεν πίνω καθόλου οινοπνευματώδη ποτά•
    как две -и воды (похож на кого) – πανόμοιος, πανομοιότατος, ίδιος κι απαράλλακτος.

    Большой русско-греческий словарь > капля

  • 5 рожок

    -жка, πλθ. рожки, -жек, -жками, κ. рожки -ов α.
    1. πλθ. рожки κερατάκια.
    2. πλθ. μουσικά όργανα κερατοειδή.
    3. διάφορα είδη κερατώδη. || παλ. χάρτινο χωνί, χαρτοσακκούλα χωνοειδής.
    4. θήλαστρο, ρωγοβύζι κέρας.
    5. υποδετήριο, κόκκαλο, κέρας.
    6. πλθ. -и καρποί κερατοειδείς (ξυλοκέρατα κ.τ.τ.).
    7. είδος ζυμαρικών κυρτών μικρού σχήματος, κερατάκια.
    εκφρ.
    остались -и да ножки – έμειναν τρίμματα, ψιχια (μηδαμινή ποσότητα).

    Большой русско-греческий словарь > рожок

См. также в других словарях:

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδουλειά — η επιπόλαια, μηδαμινή ή άχρηστη δουλειά …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • ερεσχελώ — ἐρεσχελῶ, έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ) 1. αστειεύομαι 2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα 3. φλυαρώ 4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις μσν. διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. βρίσκω κάποια… …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • λαθρόβιος — α, ο 1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος 2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής 3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • πραγμάτιον — το, Α [πρᾱγμα, ατος] 1. μηδαμινή υπόθεση 2. μικρή και ασήμαντη δίκη …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδολόϊ — το, Ν 1. σωρός, πλήθος από απορρίμματα 2. μτφ. σύνολο από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + λόι / λόγι* (πρβλ. συγγενο λόι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»