Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με+την+ευκαιρία

  • 1 με την ευκαιρία της παρουσίας

    повод  приcуcтвото

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > με την ευκαιρία της παρουσίας

  • 2 ευκαιρία

    η
    1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;

    δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;

    μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;

    βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;

    αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;

    2) свободное время, досуг;

    § είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;

    με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;

    αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;

    με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;

    με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;

    επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευκαιρία

  • 3 εὐκαιρία

    εὐκαιρ-ία, [dialect] Ion. - ιη, ,
    A good season, opportunity,

    τὴν εὐ. διαφυλάττειν Isoc.12.34

    ; ἀπολαύειν τῆς εὐ. Phld.D.3Fr.89; εὐκαιρίαν ζητεῖν ἵνα .. Ev.Matt.26.16; εὐ. τοῦ ἐλθεῖν PMich. in Class.Phil.22.250 (ii A.D.); leisure, Hp.Ep.17,23;

    κατὰ πολλὴν εὐ. καὶ σχολήν D.H. Comp.23

    —a usage condemned by Phot. and Suid.s.v. σχολή.
    II appropriateness, opp. ἀκαιρία, Pl.Phdr. 272a; μεταφορᾶς, στίχων, Plu.2.16b,736f.
    2 convenient situation,

    τῶν πόλεων Plb.16.29.3

    , cf.4.44.11, Ph.1.4.
    3 opportune supply, ὑδάτων, of rainfall or irrigation, Thphr.CP3.23.4 (pl.), D.S.1.52.
    III wealth, prosperity, αἱ τῶν βίων εὐ. Plb.1.59.7, cf.13.9.2 (cj.), etc.; εὐ. οὐκ ἔχει he has no property, BGU 665ii4 (i A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκαιρία

  • 4 εὐκαιρία

    εὐ-καιρία, , die rechte, schickliche Zeit, Ggstz ἀκαιρία; τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν ὑπὲρ ὧν ἂν ἀεὶ τυγχάνῃ διαλεγόμενος, dem bloßen εὐπορία entgegengesetzt: das was sich schickt, was die rechte Zeit ist zu sagen; τῶν πόλεων, die rechte, passende Lage. Reichtum, Glück; κατὰ τὰς τῶν βίων εὐκαιρίας, nach seinem Vermögen; μεγάλην εὐκαιρίαν ἔχειν παρά τινι, große Macht, Einfluß haben

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > εὐκαιρία

  • 5 случай

    случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη
    * * *
    м
    1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό

    несча́стный слу́чай — το δυστύχημα

    2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)

    удо́бный слу́чай — η ευκαιρία

    упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία

    предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία

    по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία

    3) ( случайность) η τύχη
    ••

    при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…

    ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση

    на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο

    по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…

    на слу́чай — στην τύχη

    Русско-греческий словарь > случай

  • 6 случай

    случай
    м
    1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:
    несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·
    2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:
    пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·
    3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:
    в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο.

    Русско-новогреческий словарь > случай

  • 7 оказия

    θ.
    1. παλ. ευκαιρία•

    послать письмо с -ей θα στείλω γράμμα με την ευκαιρία•

    при первой -и με την πρώτη ευκαιρία•

    пользоваться -ей δράττομαι της ευκαιρίας.

    2. γεγονός, συμβάν ασύνηθες, παράξενο.

    Большой русско-греческий словарь > оказия

  • 8 случай

    α.
    1. περίπτωση, περιστατικό, συμβάν•

    непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•

    особенный случай ιδιαίτερη περίπτωση•

    в подобном -е σε τέτοια (παρόμοια) περίπτωση•

    в противном -е σε αντίθετη περίπτωση•

    как в настоящем -е όπως τώρα σ αυτή εδώ την περίπτωση•

    ни в коем -Θ σε καμιά περίπτωση•

    если представится случай αν παρουσιαστεί περίπτωση•

    на случай смерти σε περίπτωση θανάτου•

    -и из моей жизни περιστατικά από τη ζωή μου•

    редкий случай σπάνια περίπτωση.

    || κρούσμα•

    -заболевания κρούσμα ασθένειας•

    -и нарушения дисциплины κρούσματα απειθαρχίας.

    2. περίσταση• ευκαιρία•

    в донном -е στη δοσμένη περίσταση•

    в удобном -е στη κατάλληλη ευκαιρία•

    по -ю чего με την ευκαιρία του....

    3. βλ. случайность.
    εκφρ.
    в -е чего – σε περίπτωση που•
    на -е – α) σε περίπτωση, β) παλ. τυχαία•
    от -я к -ю – πότε-πότε, από καιρό σε καιρό, που και που, κάπου-κάπου•
    купить по -ю – αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας•
    по -ю чего – λόγω, συνεπεία, ένεκα•
    при -е – α) σε ώρα ανάγκης, στην ανάγκη, β) σε μερικές περιπτώσεις, κάποτε, ενίοτε•
    в таком (этом) -е – σε τέτοια (αυτή) ή τη δοσμένη περίπτωση•
    в -е если – σε περίπτωση αν..., на первый случай για πρώτη φορά•
    быть в -е; попасть в -е – είμαι τυχερός, τυχαίνω σε ευνοϊκή κατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > случай

  • 9 повод

    повод м η αφορμή· ο λόγος (причина) по \поводу... αναφορικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)' без всякого \повода χωρίς κανένα λόγο· дать \повод δίνω αφορμή
    * * *
    м
    η αφορμή; ο λόγος ( причина)

    по по́воду… — αναφορικά με…; με την ευκαιρία… ( по случаю)

    без вся́кого по́вода — χωρίς κανένα λόγο

    дать по́вод — δίνω αφορμή

    Русско-греческий словарь > повод

  • 10 при

    при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω
    * * *
    1) κοντά, πλάι, πλησίον

    при вхо́де — (κοντά) στην είσοδο

    2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιον

    при посторо́нних — μπροστά στους ξένους

    ••

    не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι

    при слу́чае — με την ευκαιρία

    Русско-греческий словарь > при

  • 11 связь

    связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)
    * * *
    1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)

    телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία

    2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέση

    культу́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις

    ••

    в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)

    Русско-греческий словарь > связь

  • 12 кстати

    кстати
    1. нареч (к месту, вовремя) πάνω στήν ὠρα, στήν κατάλληλη στιγμή:
    деньги пришлись \кстати τά χρήματα βρέθηκαν στήν κατάλληλη στιγμή· очень \кстати ἀκριβώς πάνω στήν ῶρα·
    2. нареч (заодно) μέ τήν εὐκαιρία, μιά καί καλή, ταυτόχρονα:
    \кстати зайдите и за книгами μέ τήν εὐκαιρία ἐλᾶτε νά πάρετε καί τά βιβλία·
    3. вводн. сл. ἐδῶ πού τά λέμε, μιά καί τόφερε ἡ κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > кстати

  • 13 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 14 αφήνω

    (αόρ. άφηκα, αφήκα и άφησα, παθ. αόρ. αφέθηκα) μετ.
    1) выпускать, отпускать;

    αφήνω να πέσει κάτι — выпускать из рук, ронять;

    2) выпускать, отпускать, освобождать;

    αφήνω ελεύθερο — или αφήνω να βγεί — выпускать на свободу, освобождать;

    αφήνω κάποιον ελεύθερο — освобождать кого-л. (из тюрьмы и т. п.);

    άφησε τον καημό του να ξεσπάσει он дал выход своему горю;
    μην τον αφήσεις (να φύγει) не отпускай его, не разрешай ему уйти; 3) ставить, класть;

    αφήνω κάτω κάτι

    ставить на землю что-л.;

    αφήνω κάτι κάπου — класть что-л, на место;

    4) выпускать, упускать;

    αφήνω να μού ξεφύγει ( — или διαφύγει) κάτι — упустить что-л, из виду;

    μην αφήσεις την ευκαιρία не упускай случая;
    5) выпускать, испускать;

    αφήνω μιά φωνή — вскрикнуть;

    6) перен. пускать, позволять, разрешать;
    άφησε με να περάσω позволь мне пройти; 7) оставлять, покидать; расставаться (с кем-чем-л.); бросать (человека, дело и т. п.);

    αφήν τό πόστο μου — оставлять свой пост;

    άφησε το παιδί του στην κούνια δυό χρονών он расстался со своим ребёнком, когда тому было два года;

    αφήνω στην τύχη — или αφήνω ερμαιο της τύχης — бросить на произвол судьбы;

    αφήνω την γυναίκα μου — бросать жену;

    αφήν στο δρόμο — оставлять беззащитными, беспомощными;

    τό άφησε στη μέση он не довёл это до конца;

    αφήνω τό ζήτημα άλυτο — оставить вопрос нерешённым;

    τα χαράματα αφήσαμε το χωριό на рассвете мы покинули деревню;
    8) оставлять (кому-л. что-л.); τα 'φάγε όλα, τίποτε δεν άφησε а) он всё съел, ничего не оставил; б) он промотал, протратил всё без остатка;

    αφήνω σ'άνάμνηση — оставлять на память;

    9) оставлять, завещать;
    άφησε στα παιδιά του πολλά χρήματα он оставил своим детям много денег; 10) оставлять, доверять, поручать;

    αφήνω κάποιον στο πόδι μου — назначить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. своим заместителем, оставить кого-л. вместо себя;

    μου άφησε το παιδί του он мне оставил своего ребёнка;
    11) уступать в цене; продавать со скидкой; 12) оставить в стороне, обойти; δεξιά αφήσαμε το ποτάμι река осталась с правой стороны; 13) приносить, давать доход;

    τό μαγαζί δεν αφήνει τίποτε — магазин не приносит дохода;

    14) дать срок, время; отсрочить, отложить;
    άφησε με να σκεφθώ дай мне подумать; άφησε το γράψιμο γι' αργότερα отложи письмо на более позднее время; 15) бросать, переставать; отказываться (от чего-л.);

    αφήν τό πιοτό (τον καπνό) — бросать пить (курить);

    δεν τ' άφησ' ακόμα τα δικά του он ещё не отказался от своих привычек;
    αφήστε τ' αστεία бросьте шутить; шутки в сторону; 16) (в формулах прощания):

    σ' αφήν την καλή νυχτιά — уходя, желаю тебе доброй ночи;

    αφήνω γεια — я прощаюсь, до свидания;

    αφήνω γεια της φτώχειας — распрощаться с бедностью;

    § αφήνω τα γένεια μου — отпускать бороду;

    αφήνω πού... — не говоря о том, что...;

    αφήνω κάποιον στον τόπο — убить, уложить кого-л. на месте;

    αφήνω κατά μέρος ( — или στη μπάντα) — а) оставить в стороне; — б) отложить;

    αφήνω χρήματα στη μπάντα — откладывать, копить деньги;

    αφήνω στην ίδια τάξη — оставить на второй Год;

    αφήνω πίσω — оставить позади;

    αφήνω την εντύπωση — оставить впечатление;

    μ' αφήνει γεια το παντελόνι — брюки уже износились;

    ο πάππους μας άφησε χρόνους (или γεια) дедушка приказал долго жить;

    οπως διαβάζει αφήνει τα μισά — читая, он половину пропускает;

    αφησέ τό! оставь!, брось!;
    αφήστε τα! оставьте!, бросьте!; άφησε με ήσυχο или άφησε με, σε παρακαλώ оставь меня в покое; ας τ' αφήσουμε αυτά оставим это;

    δεν τον αφήνεις! — оставь его, не трогай его;

    αφήνομαι

    1) — доверяться (кому-л.), полагаться (на кого-л.);

    αφήνομαι σε σας — или αφήνομαι επάνω σας — я на вас полагаюсь;

    δεν πρέπει ν' αφήνεται κανείς στη λύπη — не нужно поддаваться горю;

    αφήνομαι στην απόφαση σας — я заранее согласен с вашим решением, поступайте по своему усмотрению;

    2) демобилизоваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφήνω

  • 15 χάνω

    (αόρ. έχασα, παθ. αόρ. (ε)χάθηκα) 1. μετ.
    1) терять; утрачивать; лишаться (кого-чего-л.);

    χάν κάθε διάθεση να... — терять всякую охоту, желание...;

    χάνω την υπομονή μου — терягь терпение;

    χάνω την όράση — терять зрение;

    χάνω τό χέρι μου — лишаться руки;

    2) пропускать, упускать;

    χάνω τό τραίνο — опоздать на поезд, пропустить поезд;

    χάνω (την) ευκαιρία — упу- скать случай;

    2. μετ., αμετ. проиграть(ся); быть, остаться в проигрыше;

    χάνω (σ)τό παιγνίδι — проиграть, потерпеть поражение;

    χάνω στα χαρτιά — проиграться в карты;

    χάνω την δίκη — проигрывать процесс;

    § χάνω τα μυαλά μου — или τα χάνω — а) теряться, смущаться; — б) терять самообладание; — в) терять рассудок;

    χάνω τα πασχαλιά μου — или χάνω τον μπούσουλα — совсем растеряться, не знать, что делать;

    χάνω τα νερά μου — теряться, смущаться;

    χάνω τα λογικά μου — терять голову;

    χάνω τον καιρό μου — терять время;

    χάνω τό έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου — терять почву под ногами;

    χάνω τό δρόμο — потерять дорогу, сбиться с пути;

    χάνω τ'αΰγά και τα καλάθια — а) разориться в пух и прах; — б) ошалеть;

    τον έχασα από τα μάτια μου я потерял его из виду;
    τί θα χάσω να... а что я теряю, если...;

    δεν χάνω τίποτε — нечего терять;

    3. αμετ. терять, терпеть ущерб, проигрывать (на чём-л., от чего-л.);
    θα χάσεις, 6*ν δεν έρθεις ты много потеряешь, если не придёшь;

    χάνομαι

    1) — потеряться; — заблудиться;

    2) исчезнуть, сгинуть; пропасть; погибнуть;
    πού χάθηκες; куда ты пропал?; χάσου! или να χαθείς! убирайся!, вон!;

    χάνομαι αδικα — или χάνομαι σε τιποτένιο πράγμα — пропасть ни за понюшку табаку;

    χάθηκα! я пропал!;
    άς τον να χαθεί! пропади он пропадом!; 3) теряться, смущаться; 4) тревожиться, беспокоиться;

    μη χάνεσαι — не беспокойся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάνω

  • 16 подбить

    подобью, подобьшь, προστκ. подбей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ καρφώνω από κάτω•

    подковку καρφώνω το πέταλο•

    подбить каблуки καρφώνω τα ντακούνια.

    2. υπορράπτω, φοδράρω, υπενδύω.
    3. βλ. запихнуть. || σπρώχνω, ωθώ.
    4. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παρορμώ, παροτρύνω, υποκινώ.
    5. χτυπώ από κάτω, ρίχνω κάτω. || βλάπτω, προξενώ βλάβη χτυπώντας, σακατεύω•

    подбить глаз χτυπώ στο μάτι•

    подбить самолт (με βολή) κάνω ζημιά στο αεροπλάνο.

    || πληγώνω, τραυματίζω, λαβώνω.
    6. (απλ.) βγάζω συμπέρασμα.
    εκφρ.
    подбить тсто – (απλ.) κάνω το ζυμάρι πιο σφιχτό ανακατεύω ακόμα μια φορά.
    1. (για πέλματα ζώων) πληγιάζω (από το πολύ τρέξιμο).
    2. (απλ.) αποκτώ την εμπιστοσύνη ή την εύνοια κάποιου. || καιροφυλαχτώ, και-ροσκοπω, καραδοκώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, δράττομαι της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > подбить

  • 17 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

  • 18 момент

    момент
    м
    1. ἡ στιγμή:
    в один \момент σέ μιά στιγμή, αὐτοστιγμεί· в настоящий \момент ἡ παρούσα στιγμή· текущий \момент ἡ σημερινή κατάσταση· удобный \момент ἡ κατάλληλη στιγμή· упустить \момент χάνω τήν εὐκαιρία[ν]· воспользоваться \моментом ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας· в тот \момент, когда... τή στιγμή πού..., τήν ὠρα πού...·
    2. (отдельная сторона какого-л. явления) τό στοιχεῖο[ν], ἡ πλευρά:
    отрицательный \моментτό ἐλάττωμα, ἡ ἀρνητική πλευρά·
    3. физ. τό σημείο[ν]:
    \момент инерции τό σημεῖο[ν] ἀδράνειας.

    Русско-новогреческий словарь > момент

  • 19 пропускать

    пропуск||а́ть
    несов
    1. (кого-л. куда-л.) ἀφήνω νά περάσει, ἐπιτρέπω τήν είσοδο·
    2. (что-л. через что-л.) περνώ ἀπό:
    \пропускатьать мясо через мясору́бку περνώ τό κρέας ἀπό τό μύλο, ἀλέθω τό κρέας·
    3. (опускать) παραλείπω, ἀφήνω:
    \пропускатьа́ть страницы в книге πηδῶ σελίδες στό βιβλίο·
    4. (упускать) χάνω:
    \пропускатьа́ть поезд χάνω τό τραίνο· \пропускатьа́ть срок ἀφήνω νά περάσει ἡ προθεσμία· \пропускатьать удобный случай χάνω (τήν) εὐκαιρία·
    5. (уроки и т. ἡ.) ἀπουσιάζω·
    6. (насквозь \пропускать о бумаге) ποτίζω (άμετ.)· ◊ \пропускатьать ми́мо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω.

    Русско-новогреческий словарь > пропускать

  • 20 связь

    связ||ь
    ж
    1. (взаимная зависимость) ἡ σχέση [-ις], τό ἀλληλένδετο[ν], ἡ ἀλληλουχία:
    взаимная \связь ἡ ἀμοιβαία σχέση· причинная \связь филос. ἡ αἰτιότητα, ἡ αἰ-τιακή σχέση, ἡ λογική συνέπεια· \связь теории с практикой ἡ σύνδεση τής θεωρίας μέ τήν πρακτική· в \связья с чем-л. σέ σχέση μέ, σχετικά μέ, μέ τήν εὐκαιρία· в э́той \связьи... σέ σχέση μ' αὐτό.
    2. (общение) ὁ δεσμός/ ἡ σχέση (международные, торговые и т. п.):
    дру́жеская \связь ὁ φιλικός δεσμός· родственные \связьи οἱ συγγενικοί δεσμοί· культу́рные \связьи οἱ πολιτιστικές σχέσεις·
    3. (любовная) ὁ δεσμός, ἡ συμβίωση·
    4. \связьи мн. (знакомства) οἱ σχέσεις, οἱ γνωριμίες:
    пустить в ход свой \связь χρησιμοποιώ τίς γνωριμίες μου·
    5. (железнодорожная, телеграфная и т. п.) ἡ ἐπικοινωνία:
    средства \связьи μέσα ἐπικοινωνίας· служба \связьи ἡ ὑπηρεσία διαβιβάσεων
    6. воен. ἡ διαβίβαση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > связь

См. также в других словарях:

  • ευκαιρία — η (ΑΜ εὐκαιρία, Α ιων. τ. εὐκαιρίη) [εύκαιρος] 1. κατάλληλος καιρός, ευνοϊκή περίσταση για κάτι (α. «τὴν εὐκαιρίαν διαφυλάττειν» β. «βρήκε ευκαιρία και πλούτισε») 2. χρόνος διαθέσιμος (α. «κατὰ πολλὴν εὐκαιρίαν καὶ σχολήν» β. «μόλις βρω ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»