-
1 γυμνο-σπέρματος
γυμνο-σπέρματος u. γυμνό-σπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hülfe umgebenem Saamen, Theophr.
-
2 γυμνό-πους
γυμνό-πους, οδος, ὁ, = γυμνοπόδης, Strab. VII, 294 u. Sp.
-
3 γυμνό-χρους
γυμνό-χρους, mit nackter Haut, Nonn. D. 7, 124.
-
4 γυμνό-καρπος
γυμνό-καρπος, mit bloßer Frucht, ohne Hülfe, Theophr.
-
5 γυμνο-πόδιον
γυμνο-πόδιον, τό, eine Art Fußbekleidung der Frauen, Poll. 7, 94.
-
6 γυμνο-πόδης
γυμνο-πόδης, ὁ, nackt-, barfüßig, VLL.
-
7 γυμνο-παιδική
γυμνο-παιδική, ἡ, sc. ὄρχησις, eine Arternster Tanz, von nackten Tänzern, Ath. XIV, 630 d ἐν ᾗ ὁρᾶται τὸ βαρὺ καὶ σεμνόν.
-
8 γυμνο-παιδία
γυμνο-παιδία, ἡ, im plur.; Her. 6, 67; Thuc. 5, 82; Plat. Legg. I, 633 c; Xen. Hell. 6, 9, 16 Mem. 1, 2, 61; Plut. Lyc. 15 Ages. 29 (die Schreibung - παιδιά ist falsch); ein gymnastisches Fest, das jährlich in Sparta zu Ehren der bei Thyrea Gefallenen angestellt u. mit Tänzen u. Leibesübungen nackter Knaben gefeiert wurde, nach B. A. 234 ein Fest des Apollon Καρνεῖος.
-
9 γυμνο-ποδέω
γυμνο-ποδέω, barfuß gehen, Epist. Socr. 13.
-
10 γυμνο-ποδία
γυμνο-ποδία, ἡ, Barfüßigkeit, l. d.
-
11 γυμνο-σοφισταί
γυμνο-σοφισταί, οἱ, Gymnosophisten, nackt lebende Indische Weise, Plut. Alex. 64; Luc. Fugit. 7 u. a. Sp.
-
12 γυμνο-δερκέομαι
γυμνο-δερκέομαι, sich nackt sehen lassen, Luc. Cyn. 1, l. d.; auch
-
13 γυμνο-δερκής
γυμνο-δερκής, oder - δερμής wird gelesen, vgl. Lob. zu Phryn. 624.
-
14 γυμνό(ν)
τό1) нагота; 2) обнажённое тело; 3) иск. обнажённая натура, ню -
15 γυμνό-
первая часть сложных слов, означ. голый, обнажённый -
16 γυμνό(ν)
τό1) нагота; 2) обнажённое тело; 3) иск. обнажённая натура, ню -
17 γυμνοσοφισταί
A naked philosophers of India,Arist.Fr.35, Str.16.2.39, Ph.2.27, Plu.Alex.64, Luc.Fug.7, Porph.Abst.4.17:— hence [suff] γυμνο-σοφιστεία, ἡ, their philosophy, Suid.s.v. Ἀδάμ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνοσοφισταί
-
18 γυμνοσπέρματος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνοσπέρματος
-
19 γυμνοσπέρματος
γυμνο-σπέρματος u. γυμνό-σπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hilfe umgebenem Samen -
20 γυμνόσπερμος
γυμνο-σπέρματος u. γυμνό-σπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hilfe umgebenem Samen
См. также в других словарях:
γυμνό σωμάτιο — Ονομασία ενός υποθετικού και καθαρά αδρανούς σωματίου που το ξεχωρίζει από το αληθινό φυσικό σωμάτιο ντυμένο σωμάτιο. Η ονομασία αυτή έχει δοθεί κατ’ αναλογία προς το αφύσικο γυμνό κενό που διακρίνεται από το φυσικό κενό, δηλαδή τον χώρο που… … Dictionary of Greek
Γυμνό — Sp Gimnas Ap Γυμνό/Gymno L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
γυμνό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 470 κάτ.) του νομού Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λυρκείας. 2. Κωμόπολη (υψόμ. 140 μ., 2.021 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμαρυνθίων. * * * το βλ.… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
μεγέθυνση — Η ιδιότητα ενός οπτικού συστήματος να σχηματίζει εικόνες είδωλα διάφορων αντικειμένων, σε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτές που γίνονται αντιληπτές με γυμνό μάτι. Η γωνιακή μ. ενός οπτικού συστήματος προκύπτει από τον λόγο της γωνίας υπό την οποία… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… … Dictionary of Greek
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek