-
1 μείδημα
μείδημα, τό, das Lächeln, ὀάρους καὶ μειδήματα, Hes. Th. 305; Mel. 65 (V, 198).
-
2 μείδημα
μείδημα, τό, das Lächeln -
3 τρυφερός
τρυφερός, 1) weichlich, üppig; πλόκαμος Eur. Bacch. 150; Ar. Vesp. 551. 1169; schwelgerisch, wollüstig, μείδημα Mel. 65, χρώς Rufin. 2, Σκύλλα Mel. 67 (V, 198. 35. 190); παιδὸς σάρξ Ep. ad. 33 (XII, 136); ἕλικες κροτάφων Strabo 5 (XII, 10), u. öfter in der Anth.; – ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν, von der üppigern Lebensweise der Athener, Thuc. 1, 6; – ἐσϑὴς κατὰ μαλακότητα τρυφερά, D. Sic. – 2) schwächlich, zerbrechlich, morsch, ψοφοδεὲς καὶ τρυφερόν ἐστι δι' ἀσϑένειαν, Plut. Phoc. 2.
-
4 μειδίᾱμα
-
5 μεῖδος
См. также в других словарях:
μείδημα — μείδημα, ατος, τὸ (Α) [μειδώ] το μειδίαμα, το χαμόγελο … Dictionary of Greek
μείδημα — smile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειδήματα — μείδημα smile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείδος — μεῑδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μείδημα, γέλως». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από μειδιῶ] … Dictionary of Greek
μειδάμων — μειδάμων, ονος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που τού αρέσει να γελά, φαιδρός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειδάω (πρβλ. μείδημα)] … Dictionary of Greek
ԺՊՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 1 0840 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 12c գ. μείδημα lenis risus Ժպտիլն. ժպիտ. թեթեւ ծաղր. զուարդութիւն դիմաց. քմծիծաղ. *Ու՞ր է զուարթշրթանց ժպտումն առ բարի աշակերտացն հանդիպումն. Խոր. ՟Գ. 68: *Ու՞ր է զուարթ բարեժմիտ շրթանցն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)