-
1 μεθορμίζω
A remove from one anchorage to another, intr. (sc. νέας), μ. εἰς Σηστόν X.HG2.1.25
;μ. σκάφος Iamb.VP3.17
: metaph.,τοῦ νῦν σκυθρωποῦ.. μεθορμιεῖ σε E.Alc. 798
; ἐξ ἕδρας μεθώρμισα [πλόκαμον] Id.Ba. 931:—[voice] Med., μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα to seek a refuge from.., Id.Med. 442 (lyr.), cf. 258; sail from one place to another, put out from, μετορυίζεσθαι ἐκ (or ἀπό) .. ἐς <*> Hdt.2.115, 7.183, cf. Th.6.88: metaph., πρὸς εὐσέβειαν cj. in Ph.2.219.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθορμίζω
См. также в других словарях:
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek